Roderic Day
Μετάφραση: Sts013
Επιμέλεια: Nia Frome

Πραγματικά Υπαρκτός Φασισμός (2021)

89 λεπτά | English Galego Ελληνική Italiano Português | Fascism & Colonialism The Crew

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Η κατηγορία του “Πραγματικά Υπαρκτού Σοσιαλισμού” αναφέρεται συνήθως, τόσο από τους υποστηρικτές όσο και από τους πολέμιους, σε συζητήσεις σχετικά με τις ασυμφωνίες μεταξύ της επαναστατικής θεωρίας και της επαναστατικής πρακτικής. Η γενική ιδέα είναι ότι οι επαναστατικοί πολιτικοί αρχηγοί — ας πούμε, ο Στάλιν — απέτυχαν σε κάποιους σημαντικούς τρόπους σε σύγκριση με τα υψηλά ιδανικά των θεωρητικών της επανάστασης — συγκεκριμένα, του Μαρξ. Αυτές οι επιχειρησιακές ελλείψεις μπορούν να γίνουν κατανοητές από την άποψη των κρίσιμων καταστάσεων που είναι έμφυτες με την εφαρμογή οποιασδήποτε αφηρημένης επιστικονικής ιδέας στην υλική, μηχανική πράξη, ή μπορούν να γίνουν κατανοητές από την άποψη της προδοσίας και της ίντριγκας. Σε κάθε περίπτωση, το κενό είναι ευρέως αναγνωρισμένο - όλοι έχουμε ακούσει το κλισέ “Ο κομμουνισμός λειτουργεί στην θεωρία, αλλά όχι στην πράξη”.

Μια άλλη συνήθης τάση στις συζητήσεις για τον σοσιαλισμό είναι να τον αντιλαμβάνονται ως μια από τις τρεις ιδεολογιες που αποτελούν την τριάδα του 20ου αιώνα: τον φιλελευθερισμό, τον σοσιαλισμό, και τον φασισμό. Σε αυτό το χωροταξικό μοντέλο, ο σοσιαλισμός και ο φασισμός είναι τα “ολοκληρωτικά άκρα” που οδήγησαν σε τραγωδία και καταστροφή, ενώ ο φιλελευθερισμός είναι το “μετριοπαθές κέντρο” που επικράτησε λόγω της δέσμευσής της στον μη ιδεολογικό πραγματισμό και στον υγιή πνευματικό πλουραλισμό.

Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε σχετικά με αυτές τις υποθέσεις - κάποιοι θα επέμεναν ότι ο κομμουνισμός είναι το επαναστατικό κίνημα στην πραγματικότητά του, και όχι κάποιο αφηρημένο ιδεώδες, κάποιοι θα απέρριπταν το τριαδικό μοντέλο (όπως θα κάνω κι εγώ σε αυτό το δοκίμιο) - αλλά τι συμβαίνει αν τις δεχτούμε, προσωρινά; Η κατηγορία του “Πραγματικά Υπαρκτού Φασισμού” προκύπτει ως θέμα συμμετρίας, και εγείρει μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα.

Ο φασισμός είχε ένα επιτακτικό ιδανικό, τόσο αρεστό από τους περισσότερους ανθρώπους όσο ήταν η εξισωτική ουτοπία “στην θεωρία”; Ποιός ήταν το φασιστικό ισοδύναμο του Καρλ Μαρξ; Κάποιος που μόλις ανακάλυψε τον φασισμό μπορεί να σκεφτεί τον Αδόλφο Χίτλερ, ή τον Μπενίτο Μουσολίνι ως τους σημαντικότερους διανοούμενους του. Κάποιος που έχει διαβάσει περισσότερο πάνω στο θέμα θα μπορούσε να υποδείξει τον ναζιστή νομικό Καρλ Σμιτ, τον ναζιστή φιλόσοφο Μαρτιν Χαιντεγκερ, ή τον αυτοαποκαλούμενο Ιταλό “υπερφασίστα” Τζούλιους Έβολα. Δεν νομίζω όμως ότι κανένας από αυτούς ταιριάζει ακριβώς στο σχέδιο. Κάποιοι ήταν οι ίδιοι πολιτικοί, πράγμα που δεν επιτρέπει το είδος της απογοήτευσης που θέλω να διερευνήσω, και, πιο συγκεκριμένα, κανένας από αυτούς δεν πλησιάζει να φτάσει την διάχυτη επιρροή του Μαρξ. Η καλή συμμετρία απαιτεί μια υψηλή προσωπικότητα, έναν παραγωγικό και ταλαντούχο συγγραφέα με έργα αδιαμφισβήτητης ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας, του οποίου η πραγματική συμμετοχή στα κινήματα που ενέπνευσε είναι αρκετά έμμεση ώστε οι υπερασπιστές του να μπορούν να προσπαθήσουν να τον απαλλάξουν από τα εγκλήματα αυτών των κινημάτων.

Δεν είμαι ο πρώτος που υποστηρίζει ότι ο Φρίντριχ Νίτσε παίζει αυτόν τον ρόλο. Όπως το έθεσε ο Τζέοφ Γουάιτ, η θέση του Νίτσε είναι “η μόνη θέση έξω από τον κομμουνισμό”, η μόνη σοβαρή διανοητική πρόκληση για την ουτοπία. Είναι γνωστό ότι οι Γερμανοί στρατιώτες έφεραν τον Ζαρατούστρα ως μέρος της στρατιωτικής τους εξάρτυσης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι Ναζί αργότερα υιοθέτησαν ανοιχτά τη “θέληση για εξουσία” του Νίτσε ως ήθος. Αυτό συνήθως αποτιμάται με υπεροψία ως κακή ιδιοποίηση, που αποδίδεται στην κακόβουλη παρέμβαση της αδελφής του Νίτσε, αλλά το αν συμφωνούμε ή όχι με αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία για την υπόθεση που θέλω να κάνω.

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι ο Νίτσε είναι, στα μάτια των βορειοατλαντικών και των ευρωπαίων διανοουμένων, πολύ λαμπρός στοχαστής, πολύ χρήσιμος και επιδραστικός, πολύ αγαπητός στην ευρωπαϊκή παράδοση στο σύνολό της, για να καταδικαστεί ποτέ ως φασίστας, και σίγουρα όχι ως ουρ-φασίστας.

Ποιός είναι αυτός ο ρόλος, τέλος πάντων; Ο Μαρξ δεν έβλεπε τον εαυτό του, και δεν τον βλέπουν οι κομμουνιστές, ως τον εφευρέτη του κομμουνισμού. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι ξεκάθαρο:

Τα θεωρητικά συμπεράσματα των κομμουνιστών δεν βασίζονται σε καμία περίπτωση σε ιδέες ή αρχές που έχουν εφευρεθεί ή ανακαλυφθεί από τον τάδε ή τον δείνα επίδοξο παγκόσμιο μεταρρυθμιστή.

Εκφράζουν απλώς, με γενικούς όρους, τις πραγματικές σχέσεις που πηγάζουν από μια υπάρουσαν ταξική πάλη, από μια ιστορική κίνηση που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. [1]

Και το συναίσθημα αυτό συμμερίζονται απερίφραστα παναφρικανικοί συγγραφείς όπως ο Kwame Ture:

Είναι μια παγκόσμια αλήθεια. Το καλύτερο που μπορούμε να του δώσουμε είναι ένας οξυδερκής παρατηρητής. Διότι οποιοσδήποτε άνδρας, οποιαδήποτε γυναίκα - αν κάθομαι στην έρημο της Λιβύης, στη Βόρεια Αφρική, κοιτάζοντας τη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, θα καταλήξω στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα με τον Καρλ Μαρξ: ότι όπου το κεφάλαιο προσπαθεί να κυριαρχήσει την εργασία, θα υπάρξει ένας ανελέητος αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο, από την εργασία, μέχρι η εργασία να φτάσει να συντρίψει το κεφάλαιο και να κυριαρχήσει! [2]

Αντι για τον προφητικό ευαγγελιστή ενός μεγάλου και νέο δόγματος, ο Μαρξ γίνεται καλύτερα κατανοητός ως ένα μαχητικός στοχαστής που, στη μάχη των έντονων διαφωνιών μεταξύ των σοσιαλιστών, επικράτησε έναντι των άλλων επειδή κατάφερε να δώσει στο ορμητικό επαναστατικό κίνημα μια ρεαλιστική εκτίμηση του μεγέθους του έργου του. Ο Μαρξ (και ο Ένγκελς!) συνέθεσε μια υπάρχουσα τάση και υπάρχουσες ιδέες με πρωτοφανή σαφήνεια και φορητότητα, και δίνοντάς τους έναν τέτοιο ορισμό βοήθησε στην διάδοσή τους. Μόλις το κατανοήσουμε αυτό, ούτε ο Νίτσε χρειάζεται να θεωρηθεί δημιουργός - σίγουρα δεν ήταν ο αρχιτέκτονας ενός πλήρως επεξεργασμένου φασιστικού προγράμματος. Ήταν, ωστόσο, ένας σταθερά αντιδραστικός διανοούμενος, του οποίου το σχέδιο ζωής ήταν η εναντίωση σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνική δικαιοσύνη, στις χειραφετητικές φιλοδοξίες εκείνων που αποκαλούσε όχλο. Ο Νίτσε ήταν επιδέξιος στο να παρουσιάζει ριζικά αντι-ισονομικά συναισθήματα με μια γερή δόση καλλιτεχνίας, σκοταδισμού και παραπλάνησης, ανοίγωντας έτσι το δρόμο σε πολύ περισσότερους ανθρώπους να αγκαλιάσουν περήφανα την αντίδραση απ’ ότι θα έκαναν διαφορετικά.

Αυτό το δοκίμιο δεν αφορά όμως πρωτίστως τον Νίτσε. Είναι ένα δοκίμιο για τον φασισμό. Η φιγούρα του Νίτσε είναι χρήσιμη στο βαθμό που μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί ο φασισμός είναι ένα οικείο — και ευρέως ελκυστικό, ακόμη — φαινόμενο. Μέσω της έννοιας του “Πραγματικά Υπαρκτού Φασισμού” ελπίζω να διευρύνω την κατανόησή μας για τον φασισμό, έτσι ώστε να μην περιορίζεται πλέον σε μια συγκεκριμένη εποχή - να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται με τις Δυνάμεις του Άξονα, να επανεμφανίζεται με τον Μπους ή τον Τραμπ, ένα φαινόμενο που σχετίζεται μόνο με τον “καπιταλισμό σε αποσύνθεση” - αλλά αντίθετα να κατανοείται ως ένας διαρκώς παρών, συμπληρωματικός και αναγκαίος τρόπος λειτουργίας της “πλουραλιστικής” και “μη βίαιης” φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο φασισμός είναι ξεκάθαρα σε λειτουργίας πολύ πριν ο Μουσολίνι ιδρύσει το πρώτο επίσημο φασιστικό κόμμα. Ο καπιταλισμός δεν προϋπήρχε του φασισμού, και ο φασισμός δεν σταμάτησε ποτέ, ούτε μπορεί να σταματήσει όσο διαρκεί ο καπιταλισμός.

Προκειμένου να υποστηρίξω αυτή την υπόθεση (η οποία αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να είναι αμφιλεγόμενη) θα δανειστώ από συγγραφείς που έχουν επαναπροσδιορίσει αποτελεσματικά το σύνολο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, θα διαπλέξω τις ιδέες τους με τις δικές μου θεωρίες και ελπίζω ότι δεν θα χάσω κάθε αναγνώστη στην πορεία.

Η Προϊστορία του Κεφαλαίου και οι Διπλές Πτυχές του Καπιταλισμού

Το 2017, ο William Clare Roberts, ένας αγγλοαμερικανικός ακαδημαϊκός μαρξιστής, δημοσίευσε ένα άρθρο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ενδιαφέρει μόνο τους ειδικούς επί του θέματος. Το δοκίμιο επικεντρώνεται στο ερώτημα τι ακριβώς εννοούσε ο Μαρξ με την έννοια της “πρωταρχικής συσσώρευσης”. Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι ο όρος αυτός αναφέρεται στα βίαια εγκλήματα που διέπρατταν οι καπιταλιστές για να αποκτήσουν το αρχέγονο χρήμα για να ξεκινήσουν τη διαδικασία της συσσώρευσης: αναγκαστική εκτόπιση, ληστεία, δουλεία, και γενοκτονία. Ο παρελθοντικός χρόνος υπονοεί την ιδέα ότι η πρωταρχική συσσώρευση έχει τελειώσει - ήταν ένα φαινόμενο προγενέστερο του καπιταλισμού, που σίγουρα οδήγησε στον καπιταλισμό, αλλά αποτελεί μέρος της προϊστορίας του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός, σε σύγκριση με την πρωταρχική συσσώρευση, είναι σχετικά ειρηνικός: είναι μια “πολιτισμένη” μορφή κλοπής κατά την οποία ο καπιταλιστής απαλλοτριώνει την πλεονάζουσα εργασία των υπαλλήλων του μέσω σχετικά αναίμακτης εκμετάλλευσης. Ο εργαζόμενος “επιλέγει ελεύθερα” να εργάζεται 8 ώρες την ημέρα και συμφωνεί να πάρει στο σπίτι του τον πλούτο που αντιστοιχεί μόνο σε ένα κλάσμα αυτών. Γιατί; Επειδή οι καπιταλιστές έχουν αγοράσει όλα τα μέσα παραγωγής, οπότε οι εργαζόμενοι πρέπει είτε να δουλεύουν γι’ αυτούς με τους δικούς τους όρους, είτε, με κάποιο τρόπο, να “ξεκινήσουν μια επιχείρηση” και να ενταχθούν στις τάξεις των εκμεταλλευτών.

Αυτό που κάνει στη συνέχεια ο Roberts είναι πολύ ενδιαφέρον: δίνοντας μεγάλη προσοχή στα γραπτά του Μαρξ, χτίζει μια πειστική υπόθεση ότι η “πρωταρχική συσσώρευση” του Μαρξ δεν αναφερόταν ποτέ στην προϊστορία του καπιταλισμού (ένας τρόπος κοινωνικής οργάνωσης), αλλά μόνο στην προϊστορία του κεφαλαίου (πλούτος που αναπαράγεται μέσω της εκμετάλλευσης):

Ο Μαρξ μπορεί — και το κάνει — να επιβεβαιώσει ότι οι διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης είναι εσωτερικές στον καπιταλισμό. Παρ’ όλα αυτά επιμένει ότι αποτελούν την προιστορία του κεφαλαίου, διότι, ενώ η λεηλασία, η απάτη και η κλοπή μπορούν να συσσωρεύσουν πλούτο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο, δεν μπορούν στην πραγματικότητα να κάνουν αυτόν τον πλούτο να λειτουργήσει ως κεφάλαιο. [3]

Με αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλισμός μπορεί να κατανοηθεί ως ένας τρόπος παραγωγής με (τουλάχιστον) δύο ταυτόχρονες λειτουργικές στιγμές ή πτυχές: τη βίαιη απαλλοτρίωση - απαραίτητη κάθε φορά που είτε μεγάλες περιουσίες είτε απελπισμένοι εργάτες χωρίς ιδιοκτησία λείπουν από την εξίσωση - και το “μη βίαιο” καθεστώς της “εθελοντικής” εκμετάλλευσης που συνδέεται συχνότερα με τις “προηγμένες” καπιταλιστικές χώρες. Η πρωταρχική συσσώρευση δεν σταματά ποτέ¨την ίδια στιγμή που κάποιοι στην Αμερική ζουν ικανοποιημένοι από την ζωή της μεσαίας τάξης και εκατομμύρια άλλοι εκμεταλλεύονται από την Amazon ως συμβασιούχοι εργάτες, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν τις αστυνομικές τους δυνάμεις για να κακοποιούν βάναυσα εξεγερμένες κοινότητες μαύρων και τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να εισβάλλουν σε έθνη που δεν έχουν ενσωματωθεί επαρκώς στο σύστημα της αγοράς τους. Ο καπιταλισμός εκφράζεται ως εκούσια εκμετάλλευση στον πυρήνα του και ως ακούσια απαλλοτρίωση στην περιφέρειά του (συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών αποικιών του).

Γράφοντας από την άλλη πλευρά του πλανήτη, ο Κινέζος νομικός και πολιτικός θεωρητικός Jiang Shigong δίνει μια εντυπωσιακή περιγραφή της γένεσης των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και της παγκόσμιας αυτοκρατορίας με την αθώα μορφή προλόγου για την ποπ ιστορία της αυτοκρατορίας του Βρετανού ιστορικού John Darwin, After Tamerlane. Η άποψη του Jiang για τη δυτική κοινωνία είναι αποφασιστικά και συνειδητά αυτή ενός εξωτερικού παρατηρητή. Αυτό που τον απασχολεί στο δοκίμιό του Μια Ιστορία της Αυτοκρατορίας Χωρίς Αυτοκρατορία είναι ο τρόπος με τον οποίο “η θεωρία του εκσυγχρονισμού μετατρέπεται σε ιδεολογικό εργαλείο στην υπηρεσία του δυτικού ιμπεριαλισμού και του νεοαποικιοκρατισμού”, και ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο, σύμφωνα με την αφήγηση του John Darwin,

Ο “ιμπεριαλισμός” δεν είναι πλέον ένα ιστορικό φαινόμενο ιδιαίτερο στο “υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού”, όπως θεωρούσε ο Λένιν, αλλά απλώς η επεκτατική τάση των αυτοκρατοριών σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Αυτή η “νέα αυτοκρατορική ιστορία” αποστειρώνει αποτελεσματικά τις αριστερές κριτικές του “ιμπεριαλισμού” από τον 19ο αιώνα και μετά και επιτρέπει στον Darwin να γράψει μια ιστορία της ευρωπαϊκής αυτοκρατορικής επέκτασης απαλλαγμένη από ενοχές. [4]

Ο Jiang Shigong αντιστέκεται στην τάση να διαγράφονται σημαντικές διαφορές εντός της κατηγορίας της αυτοκρατορίας, προκειμένου να εξυγιανθεί η ευρωπαϊκή επέκταση και να δαιμονοποιηθεί η κινεζική αυτονομία. Αναλύει σχολαστικά την ιστορία της αλληλεπίδρασης των ευρωπαϊκών θαλασσοκρατοριών με τον υπόλοιπο κόσμο, τις αντιπαραβάλλει με τις αρχαίες κινεζικές και ινδικές αυτοκρατορίες και απορρίπτει την παρόρμηση να αντιμετωπίζονται η “αποικιοκρατία” και ο “ιμπεριαλισμός” ως συνώνυμα που περιγράφουν τις ενέργειες κάθε μεγάλης χώρας:

Αν και οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται εναλλάξιμα, η έννοια της “αποικιοκρατίας” συνδέεται περισσότερο πολιτικά και ακόμη και στρατιωτικά με την αυτοκρατορική εδαφική ιδιοποίηση και τη βίαιη κατάκτηση. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού επέτρεψε την άντληση οικονομικών πόρων μέσω του εμπορίου και των επενδύσεων. Έτσι, σε αντίθεση με την “αποικιακή αυτοκρατορία” της γυμνής κατάκτησης και λεηλασίας, ο “ιμπεριαλισμός” είναι στην πραγματικότητα μια προηγμένη μορφή (το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού, σύμφωνα με τον Λένιν), μια άνιση αναδιανομή του οικονομικού πλούτου που καθίσταται δυνατή από φαινομενικά αμοιβαία επωφελείς εμπορικές συναλλαγές και επενδύσεις, αυτοκρατορικής κυριαρχίας με πιο συγκαλυμμένα και επιφανειακά πολιτισμένα μέσα.
[…]
Η επίσημη αυτοκρατορία της “αποικιοκρατίας” και η ανεπίσημη αυτοκρατορία του “ιμπεριαλισμού” δεν πρέπει να θεωρηθούν ως δύο διαφορετικά στάδια της ιστορικής εξέλιξης, αλλά μάλλον ως δύο διαφορετικοί τρόποι κατασκευής αυτοκρατοριών. [5]

Αναφέρω αυτά τα έργα παρενθετικά για δύο λόγους: πρώτον, για το πραγματικό τους περιεχόμενο - προσφέρουν πραγματικές ιστορικές γνώσεις, οι οποίες είναι σημαντικές καθόσον θέτουν τις βάσεις για την επερχόμενη επιχειρηματολογία. Πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι απεικονίζουν την πιο αφηρημένη έννοια των αντίθετων αλλά ενωμένων λειτουργικών πτυχών. Οι τρόποι παραγωγής πρέπει να κατανοούνται όχι μόνο με βάση έναν καθορισμένο κατάλογο χαρακτηριστικών, αλλά και ως προσαρμοστικές και δυναμικές μηχανές με διαφορετικές εκφράσεις υπό διαφορετικές συνθήκες. Ο καπιταλισμός έχει τουλάχιστον δύο διακριτές λειτουργικές πτυχές στην εκμετάλλευση και την απαλλοτρίωση, και η αυτοκρατορική επέκταση έχει τουλάχιστον δύο λειτουργικές πτυχές στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό.

Διάλειμμα: Ερμηνευτική

Αυτό που ακολουθεί είναι κυρίως μια ιστορία της ιδεολογίας, γι’ αυτό πρέπει να πούμε λίγα λόγια για την ερμηνευτική.

“Ερμηνευτική” είναι η θεωρία και η μέθοδος ερμηνείας ενός κειμένου. Όταν επανεξετάζουμε οποιοδήποτε κομμάτι των μέσων ενημέρωσης, σχεδόν όλοι μας θα φέρουμε στο προσκήνιο προηγούμενες απόψεις του συγγραφέα και θα διερευνήσουμε πώς το κείμενο τις επιβεβαιώνει ή τις αμφισβητεί. Ίσως θέλουμε να προσεγγίσουμε ένα έργο που έχει δεχθεί σκληρή κριτική με σκοπό να αθωώσουμε τον συγγραφέα, οπότε θα λειτουργούσαμε με βάση μια “ερμηνευτική της αθωότητας”. Ή ίσως το αντίθετο: προσεγγίζουμε ένα διάσημο κείμενο πολύ προσεκτικά, αναζητώντας υπαινικτικές ενδείξεις, εμφανείς παραλείψεις, προσπαθώντας να βρούμε σημεία όπου ο συγγραφέας έδειξε τα χαρτιά του και εκτέθηκε με τρόπο που να συνάδει με κάτι άλλο που γνωρίζουμε γι’ αυτόν. Σε αυτή την περίπτωση λειτουργούμε με μια “ερμηνευτική της υποψίας”.

Το αναφέρω αυτό γιατί είναι καλό να θυμόμαστε ότι έχουμε τη δυνατότητα να επιλέγουμε τη μέθοδό μας εσκεμμένα και συνειδητά. Δεν χρειάζεται να παραπλανούμε τον εαυτό μας προσποιούμενοι ότι είμαστε “ουδέτεροι” ή “αντικειμενικοί”, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε μια ατζέντα. Η ανοιχτή επιδίωξη μιας ατζέντας δεν ακυρώνει αυτόματα τα συμπεράσματά μας - η ανακοίνωσή της απλώς διευκολύνει τους άλλους να εντοπίσουν πού βρίσκονται τα τυφλά μας σημεία. Καλωσορίζω κάθε αμφισβήτηση αυτής της θεωρίας του φασισμού και των βασικών της προϋποθέσεων. Ποια είναι η ατζέντα μου; Στόχος μου είναι να ανατρέψω πλήρως την ιστορική αφήγηση μιας γενοκτονικής Σοβιετικής Ένωσης που ηττήθηκε από μια καλοπροαίρετη φιλελεύθερη Δύση.

Τώρα, ορισμένοι αναγνώστες θα αμφισβητήσουν τη συνάφεια των δηλώσεων των ιστορικών προσωπικοτήτων που αναφέρονται, ακολουθώντας μια “ερμηνευτική της υποψίας” σύμφωνα με την οποία κάθε ισχυρισμός ενός σοσιαλιστή είναι ένα υπολογισμένο τέχνασμα για τη συγκάλυψη σκοτεινών προθέσεων, και μια “ερμηνευτική της αθωότητας” σύμφωνα με την οποία κάθε ισχυρισμός μιας αγαπημένης δυτικής προσωπικότητας έχει παρερμηνευτεί σοβαρά ή δεν αντικατοπτρίζει κατά κάποιο τρόπο τις “πραγματικές αξίες” τους. Αυτή είναι εξίσου δίκαιη προσέγγιση με τη δική μου, αλλά να θυμάστε: δεν παύει να είναι μια επιλογή που γίνεται.

Ο 18ος και ο 19ος Αιώνας: Κλασικός Φιλελευθερισμός, Ιδιοφυία, και Φυλετική Επιστήμη

Η “Νέα Εποχή”, στην οποία κυριαρχεί η ιδιοφυΐα, διακρίνεται έτσι από την παλαιά εποχή κυρίως από το γεγονός ότι το μαστίγιο φαντάζεται ότι διαθέτει ιδιοφυΐα.
 — Friedrich Engels, 1850. [6]

Μια κεντρική ιδέα στο αριστούργημα του Domenico Losurdo, Φιλελευθερισμός: Μια Άντι-Ιστορία, είναι ότι ο φιλελευθερισμός ήταν, από την αρχή του, μια ιδεολογία που προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη δουλεία. Οι αγιογράφοι των Ιδρυτών της Αμερικής και της αμερικανικής ανεξαρτησίας λατρεύουν να την παρουσιάζουν ως θρίαμβο των “λαών που αγαπούν την ελευθερία”. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, η δουλεία ήταν απλώς μια παρατεταμένη ατέλεια, ένα οπισθοδρομικό κατάλοιπο που εξαλείφθηκε δίκαια από τον Εμφύλιο Πόλεμο στις αρχές της ιστορίας του έθνους, και τα όποια θλιβερά υποπροϊόντα της δουλείας που παραμένουν δεν αμφισβητούν θεμελιωδώς την ταύτιση του φιλελευθερισμού και της δυτικής δημοκρατίας με την “ελευθερία” καθεαυτή. Ο Losurdo υποστηρίζει, ωστόσο, ότι ο φιλελευθερισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός ως μια ιδεολογία που δημιουργήθηκε για να ικανοποιήσει την ανάγκη που ένιωθαν οι καπιταλιστές (ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, επιχειρηματίες κ.λπ.) να δικαιολογήσουν την εξέγερσή τους κατά της μοναρχίας, ενώ ταυτόχρονα δικαιολογούσαν την αποικιοκρατία, το Manifest Destiny, τη γενοκτονία των ιθαγενών, την δουλεία και την ενεργή καταστολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ένα βασικό δόγμα αυτής της καπιταλιστικής ιδεολογίας ήταν ότι οι γαιοκτήμονες αριστοκράτες ήταν ανάξιοι κυβερνήτες και ότι η κληρονομική διαδοχή καταπνίγει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά δεν ήταν καθόλου αντίθετοι με την ύπαρξη μιας άρχουσας τάξης- ήλπιζαν σε μια μεριτοκρατία που θα αναγνώριζε την ευφυΐα ως κυρίαρχη αρχή της. Και έτσι, καθώς οι καπιταλιστικές επαναστάσεις ανέτρεπαν τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής υπέρ του καπιταλισμού και της δικτατορίας της αστικής τάξης, τα δόγματα περί θεϊκού δικαιώματος έδωσαν σε μεγάλο βαθμό τη θέση τους σε έναν πιο κατάλληλο σύγχρονο μύθο: τη φυλετική επιστήμη.

Τα έργα των φιλελεύθερων φωστήρων αυτής της πρώιμης περιόδου τεκμηριώνουν τη θέση του Losurdo.

Ο Τζον Άνταμς, ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών και πρόεδρός τους από το 1797 έως το 1801, δημοσίευσε το 1765 με ψευδώνυμο τα εξής:

Δεν θα γίνουμε οι νέγροι τους. Η Θεία Πρόνοια δεν μας σχεδίασε ποτέ για νέγρους, το ξέρω, γιατί αν μας είχε σχεδιάσει θα μας είχε δώσει μαύρα δέρματα, παχιά χείλη, επίπεδες μύτες και κοντά χνουδωτά μαλλιά, πράγμα που δεν έκανε, και επομένως δεν μας σχεδίασε ποτέ για σκλάβους. Αυτό ξέρω ότι είναι τόσο καλός συλλογισμός όσο κανένας άλλος στο πανεπιστήμιο, λέω ότι είμαστε τόσο όμορφοι όσο οι παλιοί Άγγλοι, και επομένως πρέπει να είμαστε το ίδιο ελεύθεροι. [7]

Ο Alexis de Tocqueville, Γάλλος φιλόσοφος που απέκτησε κύρος ως ένας από τους σημαντικότερους παρατηρητές και εκπροσώπους της φιλελεύθερης παράδοσης υπερασπιζόμενος την αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση, το 1833:

Η ευρωπαϊκή φυλή έχει λάβει από την Θεία Πρόνοια, ή έχει αποκτήσει με τις δικές της προσπάθειες, μια τόσο αδιαμφισβήτητη υπεροχή έναντι όλων των άλλων φυλών που αποτελούν τη μεγάλη ανθρώπινη οικογένεια, ώστε το άτομο, που βρίσκεται μαζί μας, λόγω των κακώς κειμένων του και της άγνοιάς του, στο χαμηλότερο επίπεδο της κοινωνίας, είναι όμως το πρώτο μεταξύ των αγρίων. [8]

Ο Θίοντορ Ρούσβελτ Τζούνιορ, ο οποίος θα γινόταν πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1901 έως το 1909, είπε το 1886:

Δεν φτάνω στο σημείο να πιστεύω ότι ο μόνος καλός Ινδιάνος είναι ο νεκρός Ινδιάνος, αλλά πιστεύω ότι εννέα στους δέκα είναι, και δεν θα ήθελα να ερευνήσω πολύ προσεκτικά την περίπτωση του δέκατου. Ο πιο μοχθηρός καουμπόι έχει περισσότερες ηθικές αρχές από τον μέσο Ινδιάνο. Πάρτε τριακόσιες φτωχές οικογένειες από τη Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ, συντηρήστε τες, για πενήντα χρόνια, σε μια φαύλη απραξία, και θα έχετε μια ιδέα για το τι είναι οι Ινδιάνοι. Απερίσκεπτοι, εκδικητικοί, διαβολικά σκληροί. [9]

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος θα γινόταν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τις περιόδους 1940-45 και 1951-55, είπε το 1902:

Νομίζω ότι θα πρέπει να πάρουμε τους Κινέζους στα χέρια μας και να τους ελέγξουμε. Πιστεύω ότι όσο τα πολιτισμένα έθνη γίνονται πιο ισχυρά τόσο πιο αδίστακτοι θα γίνονται και θα έρθει η ώρα που ο κόσμος θα υπομένει με ανυπομονησία την ύπαρξη μεγάλων βάρβαρων εθνών που ανά πάσα στιγμή μπορούν να εξοπλιστούν και να απειλήσουν τα πολιτισμένα έθνη. Πιστεύω στην απόλυτη διχοτόμηση της Κίνας — εννοώ την απόλυτη. Ελπίζω να μην χρειαστεί να το κάνουμε στις μέρες μας. Το άριο γένος είναι βέβαιο ότι θα θριαμβεύσει. [10]

Όπως βλέπουμε, οι παρορμήσεις που αναγνωρίζουμε σήμερα ως φασιστικές — η γενοκτονική βία και η φυλετική υπεροχή — ήταν απολύτως συνηθισμένες, και τις είχαν πολιτικοί με μεγάλη επιρροή στην εποχή που παραδοσιακά θεωρείται ως προφασιστική — την ιδεατή Χρυσή Εποχή του ανταγωνιστικού, επιχειρηματικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο μύθο του απεριόριστου πολιτικού πλουραλισμού, καμία εγχώρια πρόκληση στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γαλλία δεν έφτασε ποτέ στο μέγεθος έστω και ενός σοβαρού φραγμού στη γενοκτονική βία της πρωτόγονης συσσώρευσης.

Τώρα, ο φόνος και η κλοπή είναι θέμα γυμνής βίας, αλλά η απανθρωποποίηση είναι το προϊόν ενός ολόκληρου εποικοδομήματος νομικών, ψυχολογικών και ψευδοεπιστημονικών δικαιολογιών που κατασκευάστηκε για να δικαιολογήσει την εν λόγω βία. Οι ιθαγενείς κατοικούσαν στη γη που σήμερα γνωρίζουμε ως Αυστραλία για πάνω από 50.000 συνεχή χρόνια, αλλά η ευρωπαϊκή νομολογία δεν είχε κανένα πρόβλημα να την ανακηρύξει terra nullius [γη του μηδενός] το 1788. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται παντού: η γενοκτονία των ιθαγενών στις χώρες που σήμερα ονομάζονται “Καναδάς” και “Ηνωμένες Πολιτείες” πραγματοποιήθηκε όχι μόνο με πλήρη ατιμωρησία, αλλά και με επευφημίες - ο αποικισμός της “Αφρικής” και της “Ασίας” πλαισιώθηκε ως “εκπολιτιστική αποστολή”.

Ωστόσο, η φάρσα της “εκπολιτιστικής” ρητορικής βρήκε σφοδρούς αντιπάλους στην Ευρώπη. Τα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς, τα οποία θα συνέβαλαν στη ρωσική και την κινεζική επανάσταση και στους επακόλουθους αποαποικιακούς αγώνες, ξεχώριζαν για τις καταγγελίες της καπιταλιστικής υποκρισίας και της αποικιακής βίας (αν και συνήθως επικεντρώνονταν στη χειραφέτηση των “προηγμένων καπιταλιστών” εργατών):

Η βαθιά υποκρισία και η εγγενής βαρβαρότητα του αστικού πολιτισμού βρίσκεται απροκάλυπτα μπροστά στα μάτια μας, γυρνώντας από την πατρίδα του, όπου παίρνει αξιοσέβαστες μορφές, στις αποικίες, όπου ξεγυμνώνεται. [11]

Η εργασία δεν μπορεί να χειραφετηθεί στο λευκό δέρμα, όταν στο μαύρο είναι στιγματισμένη. [12]

Ένας λαός που καταπιέζει έναν άλλο δεν μπορεί να χειραφετηθεί. [13]

Σε αυτό το χρονικό σημείο ο σοσιαλισμός ήταν ακόμα μια μικρή δύναμη, κάτι περισσότερο από μια ενστικτώδη διαμαρτυρία ενάντια στην έκδηλη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Η πρώτη σημαντική νίκη της ήταν ακόμα μπροστά της, με την Παρισινή Κομμούνα του 1870-71, αλλά το άστρο της ανέβαινε γρήγορα.

Παράλληλα με αυτή την άνοδο της προοδευτικής εναντίωσης στον φιλελευθερισμό, άρχισαν να διογκώνονται και οι τάξεις της αντιδραστικής εναντίωσης. Όπως καταγράφει ο Ishay Landa, φιλελεύθεροι συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο John Stuart Mill, ο Alexis de Tocqueville και ο Max Weber, εξέφραζαν ανησυχία και όχι θριαμβολογία: “υπάρχει σαφώς κάτι δυσοίωνο και ανησυχητικό, από μια αστική και φιλοκαπιταλιστική άποψη, στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ο ίδιος ο καπιταλισμός, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά”. [14]

Τόσο ο Losurdo όσο και ο Landa αναγνωρίζουν τον Φρίντριχ Νίτσε ως έναν από τους πιο εύγλωττους εκπροσώπους αυτής της τάσης:

[Εμείς] δεν είμαστε καθόλου “φιλελεύθεροι”- δεν εργαζόμαστε για την “πρόοδο” […] εξετάζουμε την ανάγκη για νέες τάξεις καθώς και για μια νέα δουλεία — γιατί κάθε ενίσχυση και βελτίωση του ανθρώπινου τύπου συνεπάγεται επίσης ένα νέο είδος υποδούλωσης. [15]

Όπως παρουσιάζει ο Losurdo στο Νίτσε, ο Aριστοκρατικός Eπαναστάτης — ένα άλλο μνημειώδες έργο — ο Νίτσε επιδίωξε επίμονα, μέσα από διάφορες πειραματικές φάσεις, ένα συνεπές σχέδιο κατανόησης της αληθινής πηγής της “ιστορικής αρρώστιας” του μοντερνισμού και της τάσης του προς — και ο Νίτσε δεν ήταν ο μόνος που σκέφτηκε έτσι — έναν μέτριο εξισωτισμό. Ο Νίτσε, όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αντιμετώπιζε με απαξίωση τη φιλελεύθερη υποκρισία και την ψευδοεπιστημονική εκλογίκευσή της. Ωστόσο, βρισκόταν στο αντίθετο άκρο αυτής της αντίφασης. Σε αντίθεση με τους προνοητικούς Μαρξ και Ένγκελς, εντόπισε το αποκορύφωμα του ανθρώπινου πολιτισμού σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή της Αρχαίας Ελλάδας και τρομοκρατήθηκε τόσο από τη Γαλλική Επανάσταση όσο και από την Παρισινή Κομμούνα. Ο Νίτσε έφτασε στο σημείο να προσδιορίσει “τη μαχαιριά του [σωκρατικού] συλλογισμού” ως την αρχή του τέλους, την πρώτη χειρονομία της εξέγερσης των αγανακτισμένων σκλάβων εναντίον των ανωτέρων τους:

Ο Σωκράτης ανήκε, από την καταγωγή του, στις κατώτερες τάξεις: Ο Σωκράτης ήταν ο όχλος. Ξέρει κανείς, βλέπει μόνος του, πόσο άσχημος ήταν. […] Με τον Σωκράτη το ελληνικό γούστο υφίσταται μια αλλαγή υπέρ της διαλεκτικής: τι συμβαίνει πραγματικά όταν συμβαίνει αυτό; Είναι πάνω απ’ όλα η ήττα ενός ευγενέστερου γούστου - με τη διαλεκτική ο όχλος παίρνει την κορυφή. [16]

Οι μαρξιστές σε όλο τον κόσμο θα έκαναν ακριβώς το αντίθετο: θα κοίταζαν αισιόδοξα μπροστά, αντιμετωπίζοντας διαλεκτικά τον χρόνο και την αλλαγή ως σύμμαχο και όχι ως απειλή.

Οι τρεις ιδεολογίες που αναφέρθηκαν στην αρχή έρχονται έτσι στο επίκεντρο των αντίστοιχων σχέσεών τους με τον θεσμό της δουλείας: εκεί που οι φιλελεύθεροι ασχολούνταν πολύ με την προσπάθεια να βρουν διαρκείς δικαιολογίες για ορισμένα είδη υποδούλωσης και όχι για άλλα, και οι σοσιαλιστές στόχευαν στην κατάργηση της δουλείας σε όλες τις μορφές της, το στρατόπεδο του Νίτσε επεδίωκε να υπερβεί τη χυδαία ανάγκη να χρειάζεται καν να δικαιολογηθεί η πρακτική αυτή. Ο τραγικός φιλόσοφος και οι συμπαθούντες του υπέθεταν ότι η δουλεία, ως η πληρέστερη έκφραση της ανισότητας, ήταν μια εγγενής και ακόμη και ρομαντική πτυχή — ίσως η καθοριστική πτυχή — της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτή ήταν μια αναπόφευκτη αλήθεια που θα έπρεπε να ενστερνιστούν χωρίς απολογία όσοι είναι ικανοί να την ενστερνιστούν: οι Übermenschen.

20ός Aιώνας, Mέρος Ι: Σοσιαλιστική Επανάσταση και Φασιστική Αντεπανάσταση;

Ας κοιτάξουμε έναν αιώνα μπροστά, ας υποθέσουμε ότι η απόπειρά μου για δύο χιλιετίες αντι-φύσης και παραβίασης του ανθρώπου πετυχαίνει. Εκείνο το κόμμα της ζωής που παίρνει στα χέρια του το μεγαλύτερο από όλα τα καθήκοντα, την ανώτερη αναπαραγωγή της ανθρωπότητας, μαζί με την ανελέητη εξόντωση όλων των εκφυλισμένων και παρασιτικών στοιχείων, θα καταστήσει και πάλι δυνατή στη γη εκείνη την υπερπληθώρα ζωής από την οποία πρέπει να προέλθει και πάλι η διονυσιακή κατάσταση.
 — Friedrich Nietzsche, 1888. [17]

Τι άλλο είναι ο φασισμός παρά αποικιοκρατία στην καρδιά των παραδοσιακά αποικιοκρατικών χωρών;
 — Frantz Fanon, 1961. [18]

Εν συντομία: το 1914 όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ τους λόγω μιας ασταθούς ισορροπίας δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη που προέκυψε από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, τους συγκρουόμενους σοβινιστικούς εθνικισμούς και τις φαντασιώσεις ότι ο πόλεμος μετατρέπει “τα αγόρια σε άντρες”. Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν βαρυσήμαντος όχι μόνο σε υλικό επίπεδο, από την άποψη του θανάτου και της καταστροφής, αλλά και ως ιδεολογικό πλήγμα στην επικρατούσα αντίληψη ότι ο “ευρωπαϊκός πολιτισμός” ήταν αναπόφευκτος. Η βιαιότητά της ριζοσπαστικοποίησε τους Ρώσους σε σημείο που οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν μια επιτυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση, απορρίπτοντας εμφατικά τον παλιό κόσμο, τερματίζοντας τη Ρωσική Αυτοκρατορία και ιδρύοντας το πρώτο εργατικό κράτος. [19] Εν τω μεταξύ, η Γερμανία ταπεινώθηκε σε μια ήττα που ενέπλεξε αόριστα τους Γερμανούς κομμουνιστές, η γαλλική και η βρετανική αυτοκρατορία κλονίστηκαν και η θέση της Αμερικής στην παγκόσμια σκηνή ενισχύθηκε σημαντικά.

Μέχρι τότε, ο κόσμος είχε ήδη διαμελιστεί πλήρως από τις θαλασσοπόρες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν διαπραγματευτεί μεταξύ τους και είχαν χωρίσει μακρινούς λαούς σε “έθνη” σχεδιάζοντας ευθείες γραμμές σε χάρτες. Επέβαλαν αυθαίρετα τις γλώσσες και αντικατέστησαν τις παραδόσεις, εγκατέστησαν αδίστακτους κατασταλτικούς και εξορυκτικούς θεσμούς και βασικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διοχετεύσουν αποτελεσματικά τον πλούτο από τις αποικίες πίσω στον αυτοκρατορικό πυρήνα. Αυτές οι γενοκτονίες συζητήθηκαν κατ’ ευφημισμόν με ονόματα όπως “ο Αγώνας για την Αφρική”, “το Μεγάλο Παιχνίδι” και “η Εποχή των Ανακαλύψεων”. Όπως αναφέρει ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν, το πλιάτσικο και η λεηλασία ήταν απλώς η μεγαλύτερη επιχείρηση της εποχής.

Το ιταλικό “Εθνικό Φασιστικό Κόμμα” εγκαινίασε επίσημα τον φασισμό ως δηλωμένο πολιτικό σχέδιο το 1922. Οι φασιστικές χώρες — Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιαπωνία — είχαν κάτι κοινό στην πορεία προς τον “Παγκόσμιο Αντιφασιστικό Πόλεμο” (όπως είναι γνωστός ο “Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος” στην Κίνα): ήταν ανεξάρτητα έθνη-κράτη με προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες που όμως ήταν φτωχές σε αποικίες. Αυτές οι “μεσαίες χώρες” καταλάμβαναν μια βαθμίδα πάνω από τα αποικιοκρατούμενα και υποτελή εδάφη της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και της Ασίας, αλλά μια βαθμίδα κάτω από πραγματικές αυτοκρατορίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ισπανία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ήταν κάποτε αποικιακή δύναμη, αλλά γύρω στις αρχές του αιώνα, αφού έχασε τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο του 1898, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την Κούβα, το Πουέρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η απώλεια, μαζί με ένα κύμα κινημάτων ανεξαρτησίας της Λατινικής Αμερικής, μείωσε το καθεστώς της Ισπανίας σε αυτό ενός απλού έθνους-κράτους και ταυτόχρονα ανέβασε τις Ηνωμένες Πολιτείες στις τάξεις των μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων. Ο ιμπεριαλισμός είχε γίνει ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, γεγονός που εξηγεί γιατί οι καπιταλιστές στις φασιστικές χώρες αισθάνονταν παραμελημένοι.

Οι σύγχρονες αναδιηγήσεις αυτής της ιστορίας, όπως ακριβώς εξωραΐζουν την έκταση στην οποία οι Ιδρυτές της Αμερικής παρακινήθηκαν από την “αγάπη για την ελευθερία”, μπερδεύουν σκόπιμα τη λογική ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν στον επεκτατισμό του Άξονα, επισκιάζοντας την οικονομική του λογική υπέρ της ψυχοπαθολογίας μιας σατανικής κλίκας σφετεριστών.

Όπως αποδεικνύεται, ο Αδόλφος Χίτλερ εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες εξόντωσαν και υποδούλωσαν τους μαύρους και τους ιθαγενείς και επιδίωξε ρητά να επαναλάβει τα κατορθώματα του αμερικανικού “Εκδήλωση Πεπρωμένου”. Όπως αφηγείται ο Losurdo, “με την εξαπόλυση του πολέμου στην Ανατολή, ο Χίτλερ άρχισε να κατασκευάζει τις ‘Γερμανικές Ινδίες’, όπως αποκαλούνταν μερικές φορές, ή να κατακτά έναν Lebensraum παρόμοιο με την Άπω Δύση”. [20]

Από το διαβόητο Mein Kampf [Ο Αγών μου] του Χίτλερ, που δημοσιεύτηκε το 1925:

Υπάρχει σήμερα ένα κράτος στο οποίο είναι αισθητές έστω και ασθενείς αρχές προς μια καλύτερη αντίληψη [των νόμων περί ιθαγένειας]. Φυσικά, δεν πρόκειται για τη δική μας πρότυπη Γερμανική Δημοκρατία, αλλά για την Αμερικανική Ένωση, στην οποία καταβάλλεται προσπάθεια να συμβουλευτούμε τη λογική τουλάχιστον εν μέρει. Αρνούμενη κατ’ αρχήν τη μετανάστευση σε στοιχεία με κακή υγεία, αποκλείοντας απλώς ορισμένες φυλές από την πολιτογράφηση, πρεσβεύει σε αργές αρχές μια άποψη που είναι ιδιότυπη για τη λαϊκή κρατική αντίληψη. [21]

Από τις αναμνήσεις του 1942:

Ο αγώνας που διεξάγουμε [στην Κριμαία] εναντίον των Παρτιζάνων μοιάζει πολύ με τον αγώνα στη Βόρεια Αμερική εναντίον των Κόκκινων Ινδιάνων. Η νίκη ανήκει στους δυνατούς, και η δύναμη είναι με το μέρος μας. Με κάθε κόστος θα εγκαθιδρύσουμε εκεί τον νόμο και την τάξη. […] Η Σαξονία, για παράδειγμα, θα απολαύσει μια άνευ προηγουμένου εμπορική έκρηξη και θα της δημιουργήσουμε μια πολύ κερδοφόρα εξαγωγική αγορά, την οποία θα πρέπει να αναπτύξει η σαξονική εφευρετική ιδιοφυΐα. [22]

Η απήχηση αυτών των δηλώσεων με τις προηγούμενες είναι δυσάρεστη για τον φιλελευθερισμό. Αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν κυκλοφορούν ευρέως; Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι εκλαϊκευμένοι ιστορικοί προτιμούν να παρουσιάζουν τον Χίτλερ με απολιτικούς όρους ως έναν τραγικά απογοητευμένο ζωγράφο, απομακρύνοντάς τον έτσι από τους ιδεολογικούς του προγόνους.

Την επιχειρηματική στάση του Χίτλερ συμμερίστηκε και ο Χένιριχ Χίμλερ, ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, ο οποίος το 1943 είπε:

Μια αρχή πρέπει να είναι απόλυτη για τον άνθρωπο των SS: πρέπει να είμαστε τίμιοι, αξιοπρεπείς, πιστοί και φιλικοί προς τα μέλη του αίματός μας και προς κανέναν άλλον. Το τι συμβαίνει στους Ρώσους, το τι συμβαίνει στους Τσέχους, είναι για μένα θέμα πλήρους αδιαφορίας. Όσο καλό αίμα από το δικό μας είδος μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα έθνη, θα το αποκτήσουμε εμείς, αν χρειαστεί, παίρνοντας τα παιδιά και μεγαλώνοντάς τα ανάμεσά μας. Το αν οι άλλοι λαοί ζουν με άνεση ή πεθαίνουν από την πείνα με ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που τους χρειαζόμαστε ως σκλάβους για τον πολιτισμό μας- εκτός από αυτό δεν με ενδιαφέρει. Το αν 10.000 Ρωσίδες καταρρέουν ή όχι από εξάντληση ενώ σκάβουν μια τάφρο τανκς με ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που η τάφρος τανκς ολοκληρώνεται για τη Γερμανία. [23]

Η ίδια λογική εκδηλώθηκε με την κτηνωδία της φασιστικής Ιαπωνίας σε όλη την Ασία και με την κατάκτηση της Αβησσυνίας — της αυτοκρατορίας της Αιθιοπίας — από την Ιταλία το 1935. Αν η Ισπανία δεν σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην “ανάκτηση της δόξας του παρελθόντος”, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι φασίστες εκεί δυσκολεύτηκαν περισσότερο να καταστείλουν την εγχώρια αντίσταση απ’ ό,τι αλλού.

Επιπλέον, η διαδικασία της “παραδοσιακής” αποικιοκρατίας από την οποία εμπνεύστηκαν οι φασίστες δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ εκφράστηκε με σχεδόν πανομοιότυπους όρους το 1937, στο πλαίσιο της υποστήριξης που προσέφερε η Βρετανία στον σιωνιστικό εποικισμό-αποικιοκρατία στην Παλαιστίνη:

Δεν παραδέχομαι ότι ο σκύλος στη φάτνη έχει το τελικό δικαίωμα στη φάτνη, ακόμη και αν μπορεί να έχει ξαπλώσει εκεί για πολύ καιρό. Δεν αναγνωρίζω αυτό το δικαίωμα. Δεν παραδέχομαι, για παράδειγμα, ότι έχει γίνει μεγάλο κακό στους Κόκκινους Ινδιάνους της Αμερικής ή στους μαύρους της Αυστραλίας. Δεν παραδέχομαι ότι έχει γίνει κακό σε αυτούς τους ανθρώπους από το γεγονός ότι μια ισχυρότερη φυλή, μια ανώτερη φυλή, ή, εν πάση περιπτώσει, μια πιο σοφή φυλή, για να το θέσω έτσι, ήρθε και πήρε τη θέση τους. Δεν το παραδέχομαι. Δεν νομίζω ότι οι Κόκκινοι Ινδιάνοι είχαν κανένα δικαίωμα να πουν: “Η αμερικανική ήπειρος ανήκει σε εμάς και δεν πρόκειται να δεχθούμε κανέναν από αυτούς τους Ευρωπαίους εποίκους να έρθει εδώ”. Δεν είχαν το δικαίωμα, ούτε την εξουσία. [24]

Λίγο αργότερα, το 1943, είχε να πει τα εξής για τους αποικιακούς υπηκόους της Βρετανίας στην Ινδία, από τους οποίους τρία έως τέσσερα εκατομμύρια πέθαιναν από την πείνα ως αποτέλεσμα της πολιτικής του ίδιου του Τσόρτσιλ:

“Μισώ τους Ινδούς”, είπε στον υπουργό Εξωτερικών της Ινδίας, Leopold Amery. “Είναι ένας κτηνώδης λαός με μια κτηνώδη θρησκεία”. Ο λιμός ήταν δικό τους λάθος, δήλωσε σε μια συνεδρίαση του πολεμικού υπουργικού συμβουλίου, επειδή “αναπαράγονται σαν κουνέλια”. [25]

Σε αυτό το σημείο, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τέτοια αναλγησία και ρητή αδιαφορία για τον ανθρώπινο πόνο, όταν αμφισβητείται η ύπαρξη μιας σκληρής γραμμής που χωρίζει τον φιλελευθερισμό από τον φασισμό, οι φιλελεύθεροι τείνουν να καταφεύγουν σε μια κλασική ευρωκεντρική δικαιολογία: “Όλοι ήταν ρατσιστές τότε”. Αξίζει, λοιπόν, να σημειώσουμε πώς εκφράστηκε την ίδια περίοδο ο κορυφαίος πολιτικός ηγέτης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ο οποίος εκ των υστέρων θεωρήθηκε ευρέως ως διαταραγμένος σφαγέας και αντιδιανοούμενος κακοποιός.

Ο Ιωσήφ Β. Στάλιν, Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης από το 1922 έως το 1952, αλληλογραφούσε με ένα αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων για το θέμα του αντισημιτισμού το 1931:

Ο εθνικός και φυλετικός σοβινισμός είναι απομεινάρι των μισάνθρωπων εθίμων που χαρακτηρίζουν την περίοδο του κανιβαλισμού. Ο αντισημιτισμός, ως ακραία μορφή φυλετικού σοβινισμού, είναι το πιο επικίνδυνο κατάλοιπο του κανιβαλισμού.

Ο αντισημιτισμός είναι επωφελής για τους εκμεταλλευτές ως αλεξικέραυνο που εκτρέπει τα χτυπήματα που στοχεύουν οι εργαζόμενοι στον καπιταλισμό. Ο αντισημιτισμός είναι επικίνδυνος για τους εργαζόμενους, καθώς είναι ένα λάθος μονοπάτι που τους βγάζει από το σωστό δρόμο και τους οδηγεί στη ζούγκλα. Ως εκ τούτου, οι κομμουνιστές, ως συνεπείς διεθνιστές, δεν μπορούν παρά να είναι ασυμβίβαστοι, ορκισμένοι εχθροί του αντισημιτισμού.

Στην ΕΣΣΔ ο αντισημιτισμός τιμωρείται με τη μέγιστη αυστηρότητα του νόμου ως φαινόμενο βαθιά εχθρικό προς το σοβιετικό σύστημα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΣΣΔ, οι ενεργοί αντισημίτες τιμωρούνται με τη θανατική ποινή. [26]

Αυτή η απάντηση θέτει σοβαρά υπό αμφισβήτηση την προεπιλεγμένη ερμηνευτική της καχυποψίας που χαρακτηρίζει όλες τις δυτικές εκτιμήσεις για τον Στάλιν. Και αυτό γιατί, όπως ακριβώς ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατήγγειλαν την αποικιοκρατία στη βάση του συλλογικού συμφέροντος των δυτικών εργατών για χειραφέτηση, η απόρριψη του αντισημιτισμού από τον Στάλιν δεν είναι απλώς μια ηθική στάση, είναι λειτουργική. Δεν χρειάζεται να εμπιστευτούμε τον Στάλιν για να καταλάβουμε ότι αυτά που λέει έχουν νόημα, ανεξάρτητα από το ποια φανταζόμαστε ότι είναι η προσωπική του προκατάληψη. Σε σύγκριση με τη φιλελεύθερη ψυχοπαθολογία που περνάει ως ιστορία, η μεταφορά του Στάλιν προσφέρει μια πολύ ανώτερη εξήγηση για το γιατί η βιομηχανική αστική τάξη που ελέγχει τη Γερμανία θα έβρισκε χρήσιμο να ασχολείται με την αντισημιτική προπαγάνδα: “εκτρέπει τα χτυπήματα που στοχεύουν οι εργαζόμενοι στον καπιταλισμό”.

Ο Στάλιν απέρριψε το δόγμα της φυλετικής υπεροχής ακόμη πιο εμφατικά σε μια έκθεση προς το 17ο Συνέδριο του Κόμματος το 1934, στην οποία συζητά το σχέδιο επέκτασης του Χίτλερ:

Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο πόλεμος πρέπει να οργανωθεί από μια “ανώτερη φυλή”, π.χ. τη γερμανική “φυλή”, εναντίον μιας “κατώτερης φυλής”, κυρίως εναντίον των Σλάβων - ότι μόνο ένας τέτοιος πόλεμος μπορεί να δώσει διέξοδο στην κατάσταση, διότι είναι αποστολή της “ανώτερης φυλής” να καταστήσει την “κατώτερη φυλή” γόνιμη και να την εξουσιάσει.

Ας υποθέσουμε ότι αυτή η αλλόκοτη θεωρία, η οποία απέχει από την επιστήμη όσο ο ουρανός από τη γη, ας υποθέσουμε ότι αυτή η αλλόκοτη θεωρία εφαρμόζεται στην πράξη. Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα; Είναι γνωστό ότι η αρχαία Ρώμη έβλεπε τους προγόνους των σημερινών Γερμανών και Γάλλων με τον ίδιο τρόπο που οι εκπρόσωποι της “ανώτερης φυλής” βλέπουν τώρα τις σλαβικές φυλές. Είναι γνωστό ότι η αρχαία Ρώμη τους αντιμετώπιζε ως μια “κατώτερη φυλή”, ως “βαρβάρους”, προορισμένους να ζουν σε αιώνια υποταγή στην “ανώτερη φυλή”, στη “μεγάλη Ρώμη”, και, μεταξύ μας, ας πούμε ότι η αρχαία Ρώμη είχε κάποιους λόγους γι’ αυτό, κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί για τους εκπροσώπους της “ανώτερης φυλής” του σήμερα. (Θορυβώδες χειροκρότημα).

Ποιο ήταν όμως το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος; Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι μη Ρωμαίοι, δηλαδή όλοι οι “βάρβαροι”, ενώθηκαν εναντίον του κοινού εχθρού και γκρέμισαν με πάταγο τη Ρώμη. Τίθεται το ερώτημα: Ποια εγγύηση υπάρχει ότι οι αξιώσεις των εκπροσώπων της “ανώτερης φυλής” του σήμερα δεν θα οδηγήσουν στα ίδια θλιβερά αποτελέσματα; Ποια εγγύηση υπάρχει ότι οι φασίστες λογοτέχνες πολιτικοί στο Βερολίνο θα είναι πιο τυχεροί από τους παλιούς και έμπειρους κατακτητές στη Ρώμη; Δεν θα ήταν ορθότερο να υποθέσουμε ότι θα συμβεί το αντίθετο; [27]

Σε κανένα σημείο ο Στάλιν δεν πέρασε τον Χίτλερ για σύμμαχο. Εξέφρασε ξανά την ανησυχία του για τον φασιστικό επεκτατισμό σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1936 στον Αμερικανό δημοσιογράφο Roy W. Howard:

Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν δύο θέσεις πολεμικού κινδύνου. Η πρώτη βρίσκεται στην Άπω Ανατολή, στη ζώνη της Ιαπωνίας. Έχω κατά νου τις πολυάριθμες δηλώσεις Ιαπώνων στρατιωτικών που περιέχουν απειλές κατά άλλων δυνάμεων. Η δεύτερη έδρα βρίσκεται στη ζώνη της Γερμανίας. Είναι δύσκολο να πούμε ποια είναι η πιο απειλητική, αλλά και οι δύο υπάρχουν και είναι ενεργές. Σε σύγκριση με αυτές τις δύο κύριες εστίες πολεμικού κινδύνου, ο ιταλο-αβυσσινιακός πόλεμος είναι ένα επεισόδιο. Επί του παρόντος, η έδρα του κινδύνου στην Άπω Ανατολή παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα. Ωστόσο, το κέντρο αυτού του κινδύνου μπορεί να μετατοπιστεί στην Ευρώπη. Αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, από τη συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ο Χίτλερ σε μια γαλλική εφημερίδα. Σε αυτή τη συνέντευξη ο Χίτλερ φαίνεται ότι προσπάθησε να πει ειρηνικά πράγματα, αλλά πασπάλισε την “ειρηνικότητά” του τόσο άφθονα με απειλές τόσο κατά της Γαλλίας όσο και κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ώστε τίποτα δεν έμεινε από την “ειρηνικότητά” του. Βλέπετε, ακόμη και όταν ο Χίτλερ θέλει να μιλήσει για ειρήνη, δεν μπορεί να αποφύγει τις απειλές. Αυτό είναι συμπτωματικό. [28]

Συγκρίνετε αυτές τις δηλώσεις με αυτές που έκανε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1935:

Δεν μπορούμε να πούμε αν ο Χίτλερ θα είναι ο άνθρωπος που θα εξαπολύσει και πάλι στον κόσμο έναν άλλο πόλεμο στον οποίο ο πολιτισμός θα υποκύψει ανεπανόρθωτα ή αν θα μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που αποκατέστησε την τιμή και την ψυχική γαλήνη στο μεγάλο γερμανικό έθνος και το επανέφερε γαλήνιο, χρήσιμο και ισχυρό στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού οικογενειακού κύκλου. [29]

Ο Τσώρτσιλ, για άλλη μια φορά, μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1937:

Δεν θα προσποιηθώ ότι, αν έπρεπε να επιλέξω μεταξύ του κομμουνισμού και του ναζισμού, θα επέλεγα τον κομμουνισμό. [30]

Για να καταλάβετε πόσο διαδεδομένη ήταν αυτή η στάση -που σίγουρα δεν περιοριζόταν μόνο στον Τσόρτσιλ- ακούστε πώς ο Μακένζι Κινγκ, πρωθυπουργός του Καναδά από το 1935 έως το 1948, ενθουσιαζόταν για τη συνάντηση με τον Χίτλερ το 1937:

“Καθώς μιλούσα μαζί του, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ την Ιωάννα της Λωραίνης”, έγραψε ο Κινγκ στο ημερολόγιό του εκείνο το βράδυ. Η καταχώρηση ξεχείλιζε από σελίδες σχεδόν ενθουσιασμού για τον Χίτλερ. Ο Γερμανός ηγέτης ήταν “εξαιρετικά σοφός”, “μυστικιστής”, “απελευθερωτής του λαού του από την τυραννία”. Ο Κινγκ αναφέρθηκε με εμμονικές λεπτομέρειες στο ιστορικό του Χίτλερ, τη χορτοφαγία του, την αγάπη του για τη φύση, την υποτιθέμενη θρησκευτικότητά του. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια από τη συνάντηση: Πώς ο Χίτλερ τοποθετούσε τα χέρια του, τι φορούσε, το “χαμόγελό του που γνώριζε” και το “λείο” δέρμα του.
[…]
Ο ρατσιστικός εξτρεμισμός των Ναζί δεν ήταν μυστικό όταν ο Κινγκ έφτασε στο Τρίτο Ράιχ. Δημόσιες πυρπολήσεις βιβλίων είχαν οργανωθεί ήδη από το 1933 και οι Γερμανοί Εβραίοι στερούνταν σταδιακά την περιουσία, την εργασία και τα δικαιώματά τους. Μόλις δύο μήνες πριν από την άφιξη του Κινγκ στο Βερολίνο, μάλιστα, ο δήμαρχος της πόλης είχε ουσιαστικά απαγορεύσει στα εβραϊκά παιδιά να φοιτούν σε δημόσια σχολεία. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία επανεξοπλιζόταν. Τα στρατεύματα είχαν ήδη προελάσει στην αποστρατιωτικοποιημένη Ρηνανία, παραβιάζοντας ανοιχτά τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
[…]
Ο Κινγκ δεν πίστεψε απλώς τον Χίτλερ - αποκάλεσε [μια από τις δηλώσεις του Χίτλερ για την ειρήνη] μια “πραγματική νότα ταπεινότητας”. [31]

Ο Χάρι Τρούμαν, ένας Αμερικανός βουλευτής που σύντομα θα γινόταν αντιπρόεδρος και, μετά το θάνατο του Ρούσβελτ, πρόεδρος από το 1945 έως το 1953, είπε τα εξής από το βήμα της Γερουσίας των ΗΠΑ στις 23 Ιουνίου 1941:

Αν δούμε ότι η Γερμανία κερδίζει, οφείλουμε να βοηθήσουμε τη Ρωσία, και αν η Ρωσία κερδίζει, οφείλουμε να βοηθήσουμε τη Γερμανία, και με αυτόν τον τρόπο να τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους, αν και δεν θέλω να δω τον Χίτλερ νικητή σε καμία περίπτωση. [32]

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να καταλάβουμε γιατί, όταν η Σοβιετική Ένωση απευθύνθηκε στις δυτικές χώρες για μια στρατιωτική συμμαχία κατά του Χίτλερ, η προσφορά απορρίφθηκε:

Έγγραφα που κρατήθηκαν μυστικά για σχεδόν 70 χρόνια δείχνουν ότι η Σοβιετική Ένωση πρότεινε την αποστολή μιας ισχυρής στρατιωτικής δύναμης σε μια προσπάθεια να προσελκύσει τη Βρετανία και τη Γαλλία σε μια αντιναζιστική συμμαχία.
[…]
Η προσφορά μιας στρατιωτικής δύναμης που θα βοηθούσε στον περιορισμό του Χίτλερ έγινε από ανώτερη σοβιετική στρατιωτική αντιπροσωπεία σε συνάντηση στο Κρεμλίνο με ανώτερους Βρετανούς και Γάλλους αξιωματικούς, δύο εβδομάδες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος το 1939.
[…]
Όμως, η βρετανική και η γαλλική πλευρά — που είχαν ενημερωθεί από τις κυβερνήσεις τους για να συζητήσουν, αλλά δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί να δεσμευτούν σε δεσμευτικές συμφωνίες- δεν ανταποκρίθηκαν στη σοβιετική προσφορά, που έγινε στις 15 Αυγούστου 1939. Αντ’ αυτού, ο Στάλιν στράφηκε προς τη Γερμανία, υπογράφοντας την περιβόητη συνθήκη μη επίθεσης με τον Χίτλερ μόλις μια εβδομάδα αργότερα. [33]

Η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης δεν αγνοούσε το γεγονός ότι, για τους ηγέτες σε κάθε κατεστημένη αυτοκρατορία και φασιστικό νεόφυτο, η ΕΣΣΔ ήταν μια παράνομη και επικίνδυνη δύναμη, μια συνωμοσία “του όχλου” — αντιπατριωτών ιουδαίων μπολσεβίκων και Σλάβων. Με τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938 — ένα χρόνο πριν υπογραφεί το Σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της ναζιστικής Γερμανίας — το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ιταλία συμφώνησαν να ικανοποιήσουν τον Χίτλερ, αποσπώντας από την Τσεχοσλοβακία τη Σουδητία, όπου ζούσαν περισσότερα από τρία εκατομμύρια άνθρωποι, και παραδίδοντάς την στη Γερμανία. Με τη ναζιστική Γερμανία κλείνονταν φρικτές συμφωνίες, ενώ με τη Σοβιετική Ένωση ακυρώνονταν λογικές συμφωνίες, επειδή ο φιλελευθερισμός και ο φασισμός συμφωνούσαν σε δύο κρίσιμα ζητήματα: την αστική κυριαρχία και τη φυλετική υπεροχή.

Ας επιστρέψουμε στο θέμα του αντισημιτισμού και της απανθρωποποίησης. Το Ολοκαύτωμα συχνά διακρίνεται από άλλες φρικαλεότητες ως προς 1) τον βιομηχανικό του χαρακτήρα και 2) το γεγονός ότι αρνήθηκε την ανθρωπιά ανθρώπων που ήταν σε μεγάλο βαθμό αποδεκτοί ως άνθρωποι από τον “πολιτισμένο” κόσμο.

Το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε με βιομηχανικά μέσα μιλάει κυρίως για τα βιομηχανικά μέσα που είχε στη διάθεσή της η ναζιστική πολεμική μηχανή. Οι Ναζί σίγουρα δεν ήταν ιστορικά μοναδικοί στο να χρησιμοποιούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για να σκοτώνουν αθώους - οι πρώτοι Αμερικανοί άποικοι ήταν πρωτοπόροι στη βιοτρομοκρατία πολύ πριν από το Σχέδιο Μανχάταν ή τον πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Επιπλέον, αυτή η δημιουργικότητα δεν περιορίστηκε ποτέ σε “όπλα, μικρόβια και ατσάλι”. Τα απομνημονεύματα του Βενιαμίν Φραγκλίνου δείχνουν πώς το σχέδιο της αμερικανικής γενοκτονίας κατανόησε την αποτελεσματικότητα του αλκοόλ ως όπλο:

Αν είναι το σχέδιο της Θείας Πρόνοιας να εξαλείψει αυτούς τους άγριους για να κάνει χώρο για τους καλλιεργητές της γης, δεν φαίνεται απίθανο το ρούμι να είναι το καθορισμένο μέσο. Έχει ήδη εξολοθρεύσει όλες τις φυλές που κατοικούσαν παλαιότερα στις ακτές της θάλασσας. [34]

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πιο έντονα ενοχλητικό: η επιθετική φιλοδοξία και η έκταση της φασιστικής απανθρωποποίησης. Η ναζιστική Γερμανία κήρυξε τους Σλάβους και τους Εβραίους υπανθρώπους εν όψει, εξαιτίας, της προφανώς ανερχόμενης μοίρας τους, και η Ιαπωνία κήρυξε όλες τις άλλες ασιατικές εθνότητες κατώτερες, αδιαφορώντας πλήρως για το προφανές ιστορικό τους μεγαλείο. Δεν επρόκειτο για αυθαίρετες προκαταλήψεις που θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να είναι διαφορετικές, αν υπήρχε μόνο η κατάλληλη φιλική παρέμβαση στο κατάλληλο σύνολο ανθρώπων, ή “περισσότερη ιστορική συνείδηση”, όπως υποστηρίζεται μερικές φορές. Η απανθρωποποίηση ήταν μια αναγκαία λογική προϋπόθεση για να δικαιολογηθεί η ανακήρυξη των εδαφών στην Ανατολική Ευρώπη και γύρω από την Ιαπωνία ως terra nullius, για να δικαιολογηθεί η ιμπεριαλιστική επεκτατική κίνηση σε έναν πλήρως “ανακαλυφθέντα” και κατεχόμενο κόσμο. Με άλλα λόγια, η φασιστική φυλετική επιστήμη έπαιξε, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ακριβώς τον ίδιο ρόλο που έπαιξε η φιλελεύθερη φυλετική επιστήμη καθ’ όλη τη διάρκεια της “Εποχής των Ανακαλύψεων”, απλώς στρεφόταν εναντίον ενός διαφορετικού συνόλου στόχων και με μάρτυρα ολόκληρο τον κόσμο, ο οποίος είναι πλέον ομιλητικός και διασυνδεδεμένος.

Το 1942 ο Στάλιν έκανε την ακόλουθη παρατήρηση:

Είναι πολύ πιθανό ότι ο πόλεμος για την απελευθέρωση της σοβιετικής γης θα οδηγήσει στην εκδίωξη ή την καταστροφή της κλίκας του Χίτλερ. Θα πρέπει να καλωσορίσουμε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Θα ήταν όμως γελοίο να ταυτίσουμε την κλίκα του Χίτλερ με τον γερμανικό λαό και το γερμανικό κράτος. Η ιστορία δείχνει ότι οι Χίτλερ έρχονται και φεύγουν, αλλά ο γερμανικός λαός και το γερμανικό κράτος παραμένουν. Τέλος, η δύναμη του Κόκκινου Στρατού έγκειται στο γεγονός ότι δεν τρέφει και δεν μπορεί να τρέφει φυλετικό μίσος για άλλους λαούς, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού λαού, ότι έχει ανατραφεί στο πνεύμα της ισότητας όλων των λαών και των φυλών, στο πνεύμα του σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων λαών. [35]

Παρατηρήστε πώς ο Franklin D. Roosevelt, μιλώντας το 1944, είχε ουσιαστικά την αντίθετη άποψη:

Πρέπει να είμαστε σκληροί με τη Γερμανία, και εννοώ τον γερμανικό λαό, όχι μόνο τους Ναζί. Είτε πρέπει να ευνουχίσουμε τους Γερμανούς είτε πρέπει να τους μεταχειριστούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να συνεχίσουν να αναπαράγονται. [36]

Τα σχόλια του Ρούσβελτ προμηνύουν αυτό που πολλοί από εμάς ήδη γνωρίζουμε: η επίσημη ήττα των αυτοανακηρυγμένων φασιστικών δυνάμεων δεν θα σήμαινε στην πραγματικότητα το τέλος του φασισμού ως πολιτικής φιλοσοφίας.

20ός αιώνας, Μέρος ΙΙ: Ο Σύγχρονος Φιλελευθερισμός και η Εφεύρεση του “Ολοκληρωτισμού”

Είκοσι τέσσερα χρόνια πειθαρχίας και εργασίας δημιούργησαν μια αιώνια δόξα, το όνομα της οποίας είναι ο Κόκκινος Στρατός. Όποιος αγαπάει την ελευθερία χρωστάει τέτοιο χρέος στον Κόκκινο Στρατό που δεν μπορεί ποτέ να ξεπληρωθεί.
 — Ernest Hemingway, 1942. [37]

Δεν ξεχνάμε την ανθρώπινη στάση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ήταν η μόνη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που άνοιξε τις πόρτες της σε εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους όταν οι ναζιστικοί στρατοί προέλαυναν στην Πολωνία.
 — Albert Einstein, 1945. [38]

Το 1939, οι ΗΠΑ απέρριψαν το επιβατηγό πλοίο MS St. Louis, στο οποίο επέβαιναν σχεδόν χίλιοι Εβραίοι πρόσφυγες από την Ευρώπη. Μετά την επιστροφή τους στην Ευρώπη, 254 από αυτούς πέθαναν στο Ολοκαύτωμα. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, η Σοβιετική Ένωση υποδέχτηκε “εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους” που διέφευγαν από τις ναζιστικές διώξεις. Πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να επανέλθουν από αυτό; Πώς θα μπορούσε να επιστρέψει από την καθυστερημένη ένταξή της στον πόλεμο, αφήνοντας σκόπιμα τη Σοβιετική Ένωση να απορροφήσει πενήντα φορές τις απώλειες που υπέστησαν οι Αμερικανοί, σύμφωνα με τη ρητή σύσταση του Τρούμαν; Πώς θα μπορούσε να επανέλθει από τη ρίψη πυρηνικών όπλων σε Ιάπωνες πολίτες για κανέναν διακριτό λόγο εκτός από το να απειλήσει τη Σοβιετική Ένωση, τρομοκρατώντας τον κόσμο; [39]

Όπως αποδείχθηκε, πάνω σε μια παγκόσμια εκστρατεία αντικομμουνιστικής τρομοκρατίας και μαζικών δολοφονιών, [40] οι ΗΠΑ θα ανέτρεπαν επιτυχώς τη γνωστή ιστορία με την πιο εξελιγμένη, μακροχρόνια και ολοκληρωμένη προπαγανδιστική εκστρατεία μέχρι σήμερα. Θα χρησιμοποιούσαν το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση με πρωτοφανείς τρόπους. Η προσοχή μας, ωστόσο, εστιάζεται στον ιδεολογικό ακρογωνιαίο λίθο αυτής της εκστρατείας, ένα έργο που οι δυτικοί προπαγανδιστές υποστηρίζουν με σιδηρά πειθαρχία ακόμη και σήμερα: την εφεύρεση της κατηγορίας του “ολοκληρωτισμού”.

Η Χάνα Άρεντ, γεννημένη στη Γερμανία ως Εβραία πρόσφυγας από τη ναζιστική Γερμανία, έγινε Αμερικανίδα πολίτης το 1950. Ένα χρόνο αργότερα, το βιβλίο της Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού την ανέδειξε σε διανοητικό αστέρι. Η προσωπική της εμπειρία επιβίωσης από τον φασισμό της έδωσε αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία και συνέβαλε στη διασφάλιση της θέσης της στον κανόνα. Αλλά η κριτική της δεν αφορούσε μόνο τον φασισμό. Στο βιβλίο αυτό, κατήγγειλε τον φασισμό και τον κομμουνισμό με περίπου συμμετρικούς όρους, ως διαφορετικές εκφράσεις του μακροπρόθεσμου κινδύνου που θέτει ο “μαζικός άνθρωπος”:

Τι θα συμβεί όταν ο αυθεντικός μαζικός άνθρωπος αναλάβει την εξουσία, δεν το ξέρουμε ακόμα, αν και μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα έχει περισσότερα κοινά με τη σχολαστική, υπολογισμένη ορθότητα του Χίμλερ παρά με τον υστερικό φανατισμό του Χίτλερ, θα μοιάζει περισσότερο με την πεισματική ατονία του Μολότοφ παρά με την αισθησιακή εκδικητική σκληρότητα του Στάλιν. [41]

Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου, φρόντισε να διακρίνει την αποικιοκρατία των εποίκων στη Νότια Αφρική από τον “ολοκληρωτισμό”:

[Οι ιθαγενείς] ήταν, τρόπον τινά, “φυσικά” ανθρώπινα όντα που δεν είχαν τον ειδικά ανθρώπινο χαρακτήρα, την ειδικά ανθρώπινη πραγματικότητα, έτσι ώστε όταν οι Ευρωπαίοι τους έσφαζαν, κατά κάποιο τρόπο δεν είχαν συνείδηση ότι είχαν διαπράξει φόνο. Επιπλέον, η παράλογη σφαγή ιθαγενών φυλών στη Σκοτεινή Ήπειρο ήταν απόλυτα σύμφωνη με τις παραδόσεις των ίδιων αυτών των φυλών. [42]

Ανεξάρτητα από το αν ήταν περισσότερο “φανατικοί” ή “κλινικοί”, οι ολοκληρωτιστές είχαν “επίγνωση ότι είχαν διαπράξει φόνο”, ενώ οι αποικιοκράτες ήταν σχετικά αθώοι, καθώς οι “παράλογες σφαγές” τους γίνονταν εναντίον πλασμάτων που “δεν είχαν τον ειδικά ανθρώπινο χαρακτήρα”. Η διατύπωση αυτή ουσιαστικά επικαιροποιεί την περιβόητη απολογία του 19ου αιώνα του John Seeley για τη Βρετανική Αυτοκρατορία (“Φαίνεται ότι κατακτήσαμε τον μισό κόσμο σε μια κρίση απουσίας μυαλού”) για μια νέα εποχή στην οποία τα ανεξάρτητα κράτη γίνονταν αρκετά ισχυρά ώστε να αμφισβητήσουν την ηγεμονία των βορειοατλαντικών δυνάμεων. Η Άρεντ υιοθετεί τον ισχυρισμό του Seeley και τον μετατρέπει στη βασική διαφορά μεταξύ της (“συγχωρήσιμης”) αποικιοκρατίας και του (“εγκληματικού”) φασισμού και σοσιαλισμού: η αποικιοκρατία επιβλήθηκε τυχαία σε άγριους, ενώ ο φασισμός συνειδητά υποδούλωσε ανθρώπους και ο σοσιαλισμός συνειδητά απαλλοτρίωσε τους καπιταλιστές. Η άνοδος της Δύσης φαντάζεται ως ένα φυσικό σχέδιο, καθιστώντας τα σοσιαλιστικά και φασιστικά σχέδια αντιφυσικά σε αντίθεση. Από αυτή την άποψη, δεν έχει σχεδόν καμία σημασία αν οι προθέσεις των ριζοσπαστών ήταν καλές ή κακές, ή τι αποτελέσματα επιτεύχθηκαν - το μόνο που έχει σημασία είναι ότι είναι ριζοσπαστικοί, ότι αμφισβητούν κάτι που ήταν προορισμένο να είναι.

Το 1957, η Άρεντ αποσαφήνισε τις βασικές της δεσμεύσεις σε ένα αποκρουστικό δοκίμιο που οι οπαδοί της στην Αριστερά ακόμα προσπαθούν να δικαιολογήσουν, αναλύοντας τις εντάσεις που είχε προκαλέσει η σχολική ενσωμάτωση σε μια φυλετικά διαχωρισμένη Αμερική:

Αλλά η αρχή της ισότητας, ακόμη και στην αμερικανική της μορφή, δεν είναι παντοδύναμη - δεν μπορεί να εξισώσει τα φυσικά, υλικά χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό η επίτευξη της κοινωνικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής ισότητας για τους νέγρους να οξύνει το πρόβλημα του χρώματος σε αυτή τη χώρα αντί να το απαλύνει. Το δικαίωμα του ελεύθερου συνεταιρίζεσθαι, και συνεπώς των διακρίσεων, έχει μεγαλύτερη ισχύ από την αρχή της ισότητας. [43]

Αυτή ήταν η προοπτική της κορυφαίας ειδικού στον “ολοκληρωτισμό”, ομώνυμης ιδρύτριας του Ινστιτούτου Έρευνας για τον Ολοκληρωτισμό της Hannah Arendt στη Δρέσδη της Γερμανίας.

Ένας άλλος ευρέως σεβαστός επικριτής του “ολοκληρωτισμού” ήταν ο Τζορτζ Όργουελ. Το 1946 εξήγησε την αποστολή του:

Κάθε γραμμή σοβαρής δουλειάς που έχω γράψει από το 1936 έχει γραφτεί, άμεσα ή έμμεσα, κατά του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως τον αντιλαμβάνομαι. [44]

Λίγο πιο τολμηρός από την Άρεντ, λίγο πιο πικάντικος, ο Όργουελ ισχυρίστηκε πίστη σε έναν “δημοκρατικό” σοσιαλισμό (ο περιττός προσδιορισμός υποδηλώνει πάντα την απόρριψη και την καταδίκη άλλων σοσιαλισμών). Όπως ήταν φυσικό, οι δυτικές αρχές ήταν πολύ ευτυχείς να έχουν τη βοήθειά του στον αγώνα τους κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστήριξαν το έργο του με ενθουσιασμό, με τη CIA να χρηματοδοτεί πλήρως την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του τροτσκιστικού βιβλίου του για παιδιά, Φάρμα των Ζώων[45]

Ο Όργουελ εργάστηκε επίσης ως χαφιές για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, ενημερώνοντάς τες για πιθανούς ανατρεπτικούς κομμουνιστές στη διανοητική σκηνή του Λονδίνου:

Υπάρχει μια αξιοσημείωτη και προφανής επικάλυψη στο σημειωματάριο του Όργουελ ανάμεσα σε πολλές από τις εξέχουσες γκέι, εβραϊκές και αντιαποικιακές δημόσιες προσωπικότητες του Λονδίνου της δεκαετίας του 1940 και τους κατηγορούμενους “κρυφούς”. Τα μισαλλόδοξα σχόλια του Όργουελ γεμίζουν το σημειωματάριό του. Οι Εβραίοι χαρακτηρίζονται σαφώς (“Πολωνός Εβραίος”, “Άγγλος Εβραίος”, “Εβραία”), ενώ άλλοι χαρακτηρίζονται λανθασμένα (“Τσάρλι Τσάπλιν - Εβραίος;”). Ο Αφροαμερικανός τραγουδιστής του μπάσου και μελλοντικός ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων Πολ Ρόμπεσον βρίσκεται στη λίστα του Όργουελ με τη σημείωση “πολύ κατά των λευκών”, ενώ ο μισοεβραίος ποιητής Στίβεν Σπέντερ καταδικάζεται ως “συναισθηματικός συμπαθών… τάση προς την ομοφυλοφιλία”. [46]

Γράφοντας το 1941 για τους λιγότερο πατριώτες συνομηλίκους του και τις επικρίσεις τους για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, ο Όργουελ δεν διστάζει να τους φορτώσει τη “μερική ευθύνη” για τη ναζιστική επιθετικότητα:

Η Αγγλία είναι ίσως η μόνη μεγάλη χώρα της οποίας οι διανοούμενοι ντρέπονται για την ίδια τους την εθνικότητα. Στους αριστερούς κύκλους υπάρχει πάντα η αίσθηση ότι υπάρχει κάτι ελαφρώς επαίσχυντο στο να είσαι Άγγλος και ότι είναι καθήκον να χλευάζεις κάθε αγγλικό θεσμό, από τις ιπποδρομίες μέχρι τις πουτίγκες. Είναι παράξενο γεγονός, αλλά είναι αναμφισβήτητα αλήθεια ότι σχεδόν κάθε Άγγλος διανοούμενος θα ντρεπόταν περισσότερο να σταθεί προσοχή κατά τη διάρκεια του “God save the King” παρά να κλέψει από ένα φτωχικό κουτί. Καθ’ όλη τη διάρκεια των κρίσιμων χρόνων πολλοί αριστεροί προσπαθούσαν να τσακίσουν το αγγλικό ηθικό, προσπαθώντας να διαδώσουν μια αντίληψη που ήταν άλλοτε επιπόλαια ειρηνιστική, άλλοτε βίαια φιλορωσική, αλλά πάντα αντιβρετανική. Είναι αμφίβολο πόση επίδραση είχε αυτό, αλλά σίγουρα είχε κάποια. Αν ο αγγλικός λαός υπέστη για αρκετά χρόνια μια πραγματική αποδυνάμωση του ηθικού, έτσι ώστε τα φασιστικά έθνη να κρίνουν ότι ήταν “παρακμασμένα” και ότι ήταν ασφαλές να βουτήξουν στον πόλεμο, το διανοητικό σαμποτάζ από την Αριστερά ήταν εν μέρει υπεύθυνο. [47]

Ο Όργουελ κατέκρινε τους σοσιαλιστές στην Αγγλία για την έλλειψη αφοσίωσής τους με τον ίδιο τρόπο που η Άρεντ επέπληττε τους επικριτές της Αμερικής: δογματικοί αχάριστοι, που δεν γνωρίζουν πόσο καλά ζουν. Δεδομένου ότι και οι δύο πρέσβευαν το δόγμα του “δίδυμου κακού” που οι αντικομμουνιστές σταυροφόροι βρήκαν τόσο χρήσιμο, αυτοί οι μέτριοι συγγραφείς κατακλύστηκαν από επαίνους και επανεκδόσεις. Ο δρόμος τους προς το επίκεντρο της δόξας άνοιξε από τις μυστικές υπηρεσίες που, καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι τον εικοστό πρώτο αιώνα, δεν σταμάτησαν ούτε μια φορά να εξαφανίζουν, να φιμώνουν, να περιθωριοποιούν και να δολοφονούν τη “σκληρή” (δηλαδή κομμουνιστική) Αριστερά.

Τώρα, παρόλο που αυτοί οι πολιτιστικοί ψυχροί πολεμιστές είναι υποδειγματικοί μιας διανοητικής τάσης, δεν βρίσκονταν σε επίσημες θέσεις εξουσίας. Είναι χρήσιμο να παρατηρήσουμε πώς η ίδια συλλογή στάσεων εκφράστηκε από κάποιον που εργάστηκε ως αρχιτέκτονας της αμερικανικής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Το 1946, ο Τζορτζ Κένναν, ένας από τους ανθρώπους πίσω από το “Δόγμα Τρούμαν” και το “Σχέδιο Μάρσαλ”, αναλογιζόταν με μελαγχολία τη γεωπολιτική πρόκληση που έθετε η Σοβιετική Ένωση:

Το πρώτο πράγμα που μου κάνει εντύπωση σχετικά με τα μέτρα πίεσης είναι ότι διαφέρουν σημαντικά στην περίπτωση ολοκληρωτικών και δημοκρατικών κρατών. […] Θα ήταν λάθος να υπερεκτιμήσουμε τη χρησιμότητα των οικονομικών όπλων όταν χρησιμοποιούνται ως μέσο αντιπίεσης κατά των μεγάλων ολοκληρωτικών κρατών, ιδίως όταν τα ίδια τα κράτη αυτά είναι οικονομικά ισχυρά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Σοβιετική Ένωση, επειδή οι σοβιετικοί ηγέτες τοποθετούν σταθερά την πολιτική πάνω από την οικονομία σε κάθε περίπτωση που υπάρχει αναμέτρηση. [48]

Σε αυτό το περίεργο απόσπασμα, ο Κένναν τάσσεται υπέρ της “δημοκρατίας” και κατά του “ολοκληρωτισμού”. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει να βάζεις “την πολιτική πάνω από την οικονομία” και πώς αυτό είναι χαρακτηριστικά ολοκληρωτικό και αντιδημοκρατικό; Σε ένα αποχαρακτηρισμένο άκρως απόρρητο υπόμνημα του 1948, ο Κένναν εκφράζεται πιο ελεύθερα, δίνοντας μια πολύ πιο ξεκάθαρη εικόνα:

Έχουμε περίπου το 50% του παγκόσμιου πλούτου, αλλά μόνο το 6,3% του πληθυσμού του. Η διαφορά αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλη μεταξύ ημών και των λαών της Ασίας. Σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορούμε να μην γίνουμε αντικείμενο φθόνου και δυσαρέσκειας. Το πραγματικό μας καθήκον κατά την προσεχή περίοδο είναι να επινοήσουμε ένα μοντέλο σχέσεων που θα μας επιτρέψει να διατηρήσουμε αυτή τη θέση ανισότητας χωρίς θετική ζημία για την εθνική μας ασφάλεια. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να απαλλαγούμε από κάθε συναισθηματισμό και ονειροπόληση- και η προσοχή μας θα πρέπει να επικεντρωθεί παντού στους άμεσους εθνικούς μας στόχους. Δεν χρειάζεται να εξαπατούμε τους εαυτούς μας ότι μπορούμε σήμερα να έχουμε την πολυτέλεια του αλτρουισμού και της παγκόσμιας ευεργεσίας. [49]

Αυτή είναι η ώριμη και νηφάλια πραγματική πολιτική που οδήγησε την αντικομμουνιστική τρομοκρατία σε όλο τον κόσμο τα τελευταία 70 χρόνια. Ίσως θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε μια διάκριση μεταξύ του απόλυτου φασισμού και του σύγχρονου φιλελευθερισμού με βάση το γεγονός ότι η εχθρότητα με βάση τη φυλή παίζει τόσο μικρό ρόλο στον τελευταίο, αλλά ακόμη και αυτή η πενιχρή διάκριση διαλύεται με την εξέταση των ημερολογιακών καταχωρήσεων του Κένναν από το 1978:

[Ο Κένναν] οραματίζεται όλη την ανθρωπότητα προορισμένη να “λιώσει σε μια τεράστια πολύγλωσση μάζα”, με μόνο τους Κινέζους, τους Εβραίους και τους μαύρους να παραμένουν χωριστά. “Θα μπορούσε αυτό να σημαίνει ότι αυτές οι τρεις μειονότητες είναι προορισμένες να υποτάξουν και να κυριαρχήσουν ως μια άβολη αλλά αναπόφευκτη τριανδρία την υπόλοιπη κοινωνία - οι Κινέζοι με το συνδυασμό της ευφυΐας, της αδίστακτης συμπεριφοράς και της μυρμηγκοειδούς εργατικότητας- οι Εβραίοι με την απόλυτη αποφασιστικότητά τους να επιβιώσουν ως πολιτισμός- οι νέγροι με την ακατάλυτη πικρία και το μίσος τους για τους λευκούς;” [50]

Ελλείψει σημαντικών σημείων διαφωνίας, φαίνεται ότι οι “φασίστες πολιτικοί της λογοτεχνίας” που χλεύαζε ο Στάλιν σε μια προηγούμενη εποχή, οι Χίτλερ και οι Μουσολίνι, διακρίνονταν από τους μεταγενέστερους Ψυχρούς Πολέμιους κυρίως επειδή φιλοδοξούσαν ανοιχτά να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση μεταξύ των αυτοκρατορικών δυνάμεων, αντί να λειτουργούν κρυφά και ατιμώρητα από την κορυφή της “καλύτερης χώρας του κόσμου”.

Ο μύθος του “ολοκληρωτισμού” επέτρεψε στους δυτικούς προπαγανδιστές να ξαναγράψουν δραματικά την ιστορία, κατηγορώντας τους σοσιαλιστές για συγγένεια με τους φασίστες, ενώ ταυτόχρονα στρατολογούσαν και εγκαθιστούσαν φασίστες στην εξουσία παντού — Wernher von Braun, Walter Hallstein, Adolf Heusinger, Klaus Barbie, Nobusuke Kishi, Augusto Pinochet, Syngman Rhee, Suharto… ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε ώστε να υψώσει διπλωματικά και οικονομικά οδοφράγματα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, και το πρώτο αντιιμπεριαλιστικό εργατικό κράτος τελικά στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου.

Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ωστόσο, ο μύθος του “ολοκληρωτισμού” επιβίωσε. Επικρατεί σήμερα ως μόνιμη βάση της αμερικανικής προπαγάνδας εναντίον κάθε χώρας της οποίας η κυβέρνηση αρνείται να υποκύψει στην υπέρτατη σοφία της “φιλελεύθερης δημοκρατίας” και των “ελεύθερων αγορών”. Παράλληλα με το ρόλο του ως όπλο εξωτερικής πολιτικής, ο μύθος των “δίδυμων ολοκληρωτισμών” παίζει και εσωτερικό ρόλο, εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια οργάνωσης κατά του καπιταλισμού, ακόμη και μπροστά στην κλιματική αποκάλυψη. Οποιαδήποτε μορφή πειθαρχίας εκτός από εκείνη που φέρει τη σφραγίδα έγκρισης της αγοράς έχει συνδεθεί με τη φρίκη και τη σκληρότητα.

Ταυτόχρονα, όπου αυτό το προπαγανδιστικό πρόγραμμα ανατράπηκε, ο κομμουνισμός επιβίωσε. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, αν και καταγγέλθηκε ως “αυταρχική” από κάθε εφημερίδα της Δύσης (συμπεριλαμβανομένων αρκετών “αριστερών” εφημερίδων), η ταχεία κρατική παρέμβαση στα σοσιαλιστικά κράτη έσωσε εκατομμύρια ζωές. Οι άνθρωποι επικράτησαν έναντι της γενοκτονικής βούλησης του κεφαλαίου.

Μου φέρνει στο μυαλό ένα ερώτημα που έθεσε ο Φιντέλ Κάστρο το 1993:

Ούτε η Κίνα ούτε το Βιετνάμ έχουν αυτοκαταστραφεί. Μιλάμε τόσο πολύ για τον σοσιαλισμό που εξαφανίστηκε στη Σοβιετική Ένωση, γιατί δεν μιλάμε για τον κινεζικό σοσιαλισμό; [51]

Το θέμα της ιδιαίτερης προτίμησης της Δύσης στην προπαγάνδα για τον “ολοκληρωτισμό” πρέπει να γίνει κατανοητό, και αυτή η κατανόηση παρέχει μια διέξοδο από τη δυσχερή θέση μας.

Ο Μαρξ, ο Νίτσε και η Συνειδητή Επιδίωξη

Στη μέχρι τώρα ιστορία μας, ο Νίτσε και το ζήτημα των συμμετριών και αντισυμμετριών μεταξύ Νίτσε και Μαρξ έμειναν στο παρασκήνιο. Τώρα είναι η ώρα να τις αναδείξω και να εξηγήσω γιατί τις θεωρώ τόσο χρήσιμες.

Σκεφτείτε πώς μίλησε ο Νίτσε για τις μάσκες:

Κάθε βαθύ πνεύμα χρειάζεται μια μάσκα. Ακόμη περισσότερο, γύρω από κάθε βαθύ πνεύμα αναπτύσσεται συνεχώς μια μάσκα. [52]

Αντιπαραβάλλετε αυτό με τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ και ο Ένγκελς δημοσιοποίησαν τις δεσμεύσεις τους και ενθάρρυναν και άλλους να το κάνουν, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο:

Οι κομμουνιστές απεχθάνονται να κρύβουν τις απόψεις και τους στόχους τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι στόχοι τους μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη βίαιη ανατροπή όλων των υφιστάμενων κοινωνικών συνθηκών. [53]

Σκεφτείτε πώς ένας πρώιμος Νίτσε κάνει πολεμική υπέρ μιας “νέας δουλείας” και των αρετών των αρχαίων, ενώ για τον Μαρξ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μεγαλύτερος ήρωας της αρχαιότητας είναι ο ηγέτης των εξεγέρσεων των σκλάβων: “Ο Σπάρτακος αποκαλύπτεται ως ο πιο λαμπρός τύπος σε ολόκληρη την αρχαία ιστορία”. [54]

Ο νεαρός Μαρξ, συλλογιζόμενος το όραμά του για την ουτοπία στη Γερμανική Ιδεολογία, μιλάει ποιητικά για τη δυνατότητα μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τον ίδιο τον καταμερισμό της εργασίας:

Στην κομμουνιστική κοινωνία, κανείς δεν έχει μια αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, αλλά ο καθένας μπορεί να καταξιωθεί σε όποιον κλάδο επιθυμεί, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και έτσι μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω ένα πράγμα σήμερα και ένα άλλο αύριο, να κυνηγάω το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να εκτρέφω ζώα το βράδυ, να ασκώ κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς έχω το μυαλό μου, χωρίς ποτέ να γίνω κυνηγός, ψαράς, κτηνοτρόφος ή κριτικός. [55]

Ο Νίτσε, εν τω μεταξύ, στο Ανθρώπινο, Υπερβολικά Ανθρώπινο, περιγράφει ένα διαφορετικό είδος ουτοπίας, μια ζοφερή κοινωνία που οργανώνεται γύρω από τις σκληρές απαιτήσεις της αναπαραγωγής της ιδιοφυΐας εν μέσω έλλειψης:

Η ουτοπία μου. — Σε μια καλύτερα οργανωμένη κοινωνία, η βαριά εργασία και τα προβλήματα της ζωής θα ανατίθενται σε εκείνους που υποφέρουν λιγότερο από αυτά, στους πιο αμβλύς, ως εκ τούτου, και έτσι βήμα προς βήμα μέχρι εκείνους που είναι πιο ευαίσθητοι στα υψηλότερα και ανώτερα είδη πόνου, και οι οποίοι, ως εκ τούτου, εξακολουθούν να υποφέρουν παρά τις μεγαλύτερες ελαφρύνσεις της ζωής. [56]

Ο Νίτσε δεν ήταν ανόητος. Θα ήταν λάθος να απορρίψουμε αυτούς τους αφορισμούς ως αντικοινωνική τρέλα ενός μοναχικού μισάνθρωπου — για να θυμηθούμε τον Waite, το σχέδιο του Νίτσε είναι “η μόνη θέση έξω από τον κομμουνισμό”. Ο Νίτσε εκφράζει έναν ευρέως διαδεδομένο σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητα του σοσιαλισμού να προσφέρει μαζική ευτυχία, και η κριτική του βρίσκει ισχυρή απήχηση σε όποιον αισθάνεται ότι η ατομικότητά του απειλείται από μια συλλογικότητα. Ο Στάλιν (και η συνομοταξία του) διεκδίκησε τον Μαρξ, ενώ ο Χίτλερ (και η συνομοταξία του) διεκδίκησε τον Νίτσε… και η πλειονότητα του δυτικού κόσμου συνέχισε να διεκδικεί τον Νίτσε επίσης. Αρκεί να κάνετε μια βόλτα στο τοπικό σας βιβλιοπωλείο — όλα όσα έγραψε ποτέ ο Νίτσε είναι πλέον κλασικά βιβλία που δεν εξαντλούνται ποτέ, βρίσκοντας το δρόμο τους τόσο στα σακίδια των εφήβων όσο και στα ακαδημαϊκά σεμινάρια.

Το να κατηγορείς τον Νίτσε ότι είναι ο ουρ-φασίστας, πόσο μάλλον ένας πρωτοφασίστας, έχει προβλέψιμες συνέπειες: οι αμέτρητοι θαυμαστές του συρρέουν για να εξηγήσουν ότι στην πραγματικότητα δεν υποστήριξε ποτέ το ναζιστικό κόμμα επειδή ήταν ήδη νεκρός, ότι οι όποιοι δεσμοί με το ναζιστικό σχέδιο είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας που ενορχήστρωσε η γερμανοεθνικίστρια αδελφή του, ότι κατήγγειλε τους Γερμανούς εθνικιστές και κορόιδευε τους αντισημίτες, ότι η φιλοσοφία του ήταν στην πραγματικότητα αισθητική και πνευματική και αντισυστημική και αδύνατο να προσδιοριστεί, και ότι ξεπέρασε τις όποιες λανθασμένες ιδέες μπορεί να είχε στα νιάτα του.

Ο Domenico Losurdo εξετάζει λεπτομερώς καθεμία από αυτές τις άμυνες, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας συνωμοσίας, στην κριτική βιογραφία του για τον Νίτσε. Ο Νίτσε εμφανίζεται ως ένας ισχυρός και πολύπλοκος στοχαστής, ο οποίος πράγματι πέρασε από πολλαπλές φάσεις και υποστήριξε αντιφατικές πεποιθήσεις, αλλά ο Losurdo δείχνει ότι ένα πράγμα παραμένει σταθερό: Ο Νίτσε δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται για να βρει τον καλύτερο τρόπο να αντιταχθεί στις εξισωτικές ενοποιητικές τάσεις της μοντερνικότητας που απεχθανόταν. Παραδόξως, αφού αποκαλύπτει την έκταση στην οποία ο Νίτσε αλληλογραφούσε με ξεκάθαρους αντισημίτες στα νιάτα του, ο Losurdo παραχωρεί κάποιο έδαφος στους απολογητές του Νίτσε:

Η συμβουλή της Cosima να είναι προσεκτικός σε ό,τι έλεγε μπορεί να είχε ένα θετικό αποτέλεσμα: η αυτολογοκρισία δεν περιορίστηκε στο λεκτικό επίπεδο, αλλά οδήγησε σε ένα είδος εξάχνωσης και υπέρβασης της αμεσότητας, με την έννοια ότι η ανελέητη ανάλυση της μοντερνικότητας αυτονομήθηκε ως ένα βαθμό από τα ιουδαιοφοβικά θέματα που τη συνόδευαν. [57]

Με άλλα λόγια, όταν οι αντισημίτες συνομιλητές του συμβούλευαν τον Νίτσε να αποκρύψει τον ρατσισμό στα γραπτά του, τον ώθησαν ακούσια να βρει δικαιολογίες για τη δουλεία και τον ελιτισμό που δεν είχαν τις ρίζες τους στα υπερβολικά μοντέρνα και οικουμενικά (και άρα ασταθή, εμπειρικά ανατρέψιμα) επιχειρήματα της “επιστήμης της φυλής”. Εξάλλου, η “επιστήμη της φυλής” είναι, τόσο ιστορικά όσο και λογικά, μια φιλελεύθερη έννοια. Αν αποδειχθεί ότι οι φυλετικές διαφορές δεν είναι εγγενείς, τότε πάει όλο το (φιλελεύθερο) επιχείρημα για τη λευκή υπεροχή. Ο φιλελεύθερος ρατσισμός εξακολουθεί να αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί με επιστημονικούς, δηλαδή οικουμενικούς όρους. Όπως σωστά παρατήρησε ο Νίτσε, αυτό είναι ήδη μια συνθηκολόγηση με τον σοσιαλισμό, ο οποίος κερδίζει τόσο περισσότερο όσο οι άνθρωποι συλλογίζονται επιστημονικά. Για να καταδικάσει πραγματικά τον σοσιαλισμό, ο Νίτσε περιέγραψε το ζήτημα της ταξικής κυριαρχίας ως ζήτημα θέλησης, αισθητικής, “ελευθερίας” και πνεύματος.

Όπως ακριβώς οι υλικές συνθήκες των καπιταλιστικών χωρών που ανταγωνίζονται για τους πόρους σε έναν ήδη κατεχόμενο πλανήτη μας βοήθησαν να κατανοήσουμε τον φασισμό ως γεωπολιτικό φαινόμενο και όχι ως ψυχοπαθολογία, έτσι και ο Νίτσε μας βοηθά να κατανοήσουμε την πραγματική ιδεολογική έλξη του φασισμού για τους απλούς, μορφωμένους ανθρώπους. Ο Νίτσε εξηγεί πώς οι φαντασιώσεις της “δουλείας” και της “εξόντωσης” μπορούν να γίνουν σεβαστές, ακόμη και όμορφες. Ο Νίτσε ήταν μοναδικά ταλαντούχος στο να κάνει τους αναγνώστες του να αισθάνονται ξεχωριστοί και δυνατοί ως ανταμοιβή για την αποδοχή της βαθιάς, μισάνθρωπης απαισιοδοξίας του:

Μακάρι η λογική να μας προφυλάξει από την πεποίθηση ότι κάποια μέρα η ανθρωπότητα θα ανακαλύψει μια απόλυτη, ιδανική τάξη και ότι τότε η ευτυχία θα λάμπει με σταθερή ένταση στους ανθρώπους που είναι τακτοποιημένοι με αυτόν τον τρόπο, όπως ο ήλιος στους τροπικούς: […] Καμία χρυσή εποχή, κανένας ανέφελος ουρανός δεν αναλογεί σε αυτές τις επερχόμενες γενιές. […] Ούτε η υπεράνθρωπη καλοσύνη και δικαιοσύνη θα απλωθεί σαν ακίνητο ουράνιο τόξο πάνω από τα πεδία του μέλλοντος. [58]

Βλέπουμε τώρα γιατί οι κινεζικές και σοβιετικές μάζες προκαλούν τόσο εκτεταμένη απέχθεια στους επίδοξους αριστοκράτες της Δύσης, πώς ακόμη και οι δυτικοί προλετάριοι αισθάνονται άνετα να αναφέρονται σε αυτές ως εύπιστες “χορδές” και “έντομα”. Η σκέψη του Νίτσε, σε αντίθεση με τη χιτλερική σκέψη, είναι ευρέως σεβαστή και αναγνωρίζεται ως επιρροή από ισχυρούς ανθρώπους σχεδόν σε κάθε θεσμό της κοινωνίας μας: σε ακαδημαϊκό πλαίσιο (Hannah Arendt, Jordan Peterson), στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ταινίες με υπερήρωες, Breaking Bad, κ.λπ.) και στην Αριστερά (Emma Goldman, Mark Fisher, Contrapoints, κ.λπ.).

Το τελευταίο μου επιχείρημα αφορά τη συνειδητοποίηση και την αυτογνωσία.

Διαπιστώσαμε ότι ο Μαρξ χρησιμοποίησε την έννοια της “πρωταρχικής συσσώρευσης” για να περιγράψει μια από τις λειτουργικές πτυχές του καπιταλισμού. Αλλά ο Μαρξ μίλησε επίσης για τον “πρωτόγονο κομμουνισμό”, αναφερόμενος στην αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα που ήταν απαραίτητες για την επιβίωση των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών, επειδή είχαν σημαντική ομοιότητα με τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία.

Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι αλληλέγγυες μορφές κοινωνικής οργάνωσης που στο παρελθόν είχαν προκύψει απλώς από την ανάγκη και τις περιστάσεις, οι οποίες εξίσου αντικαταστάθηκαν από την ανάγκη και τις περιστάσεις (από την αποτελεσματική καταπίεση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, από τη δουλεία), επρόκειτο να κάνουν μια χειραφετητική επιστροφή. Ωστόσο, αυτή τη φορά θα κατοχυρώνονται και θα προστατεύονται από μάζες συνειδητών εργαζομένων, εργαζομένων που γνωρίζουν την αξία της εργασίας τους, οι οποίοι απαιτούν μια οικονομία που έχουν φτιάξει οι ίδιοι, που ξέρουν ότι έχουν φτιάξει οι ίδιοι και που είναι ικανοί να αναδημιουργούν συνεχώς. [59]

Ο Νίτσε, αν δεχτούμε την ανάγνωσή του ως τον απόλυτο φασίστα φιλόσοφο, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι κάνει μια ανάλογη έκκληση προς τη δική του αντιδραστική εκλογική ομάδα. Εκεί που η Hannah Arendt και ο John Seeley προσπαθούν να ισχυριστούν ότι ο δυτικός αποικισμός και η δουλεία ήταν “αφηρημένες” επιδιώξεις, ο Νίτσε πείθει τους αναγνώστες ότι υπάρχει δόξα σε όλα αυτά, αν γίνουν σωστά, αισθητικά, “πέρα από το καλό και το κακό”. Εκεί που ο Μαρξ θέλει οι μάζες να ανακαλύψουν ξανά τον “πρωτόγονο κομμουνισμό”, μόνο που αυτή τη φορά συνειδητά, ο Νίτσε θέλει οι ελίτ να ακολουθήσουν το βάναυσο πρόγραμμα της “πρωτόγονης συσσώρευσης”, μόνο που αυτή τη φορά συνειδητά και χωρίς προσωπική ντροπή.

Λέω προσωπική γιατί, σε αντισυμμετρία με τον Μαρξ, και έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου να αφήσει τον κόσμο να μάθει τι πραγματικά θέλει, ο Νίτσε συνιστά να αποκρύπτει κανείς τους στόχους του. Έτσι καταλαβαίνουμε τη θερμή υποδοχή του Νίτσε στη φιλελεύθερη Δύση, οι αρχιτέκτονες της οποίας αποδεικνύονται πολύ καλύτεροι μαθητές του Νίτσε απ’ ό,τι ήταν ποτέ οι Ναζί. Ο Τζορτζ Κένναν θέτει την αμερικανική υπεροχή ως αυτοσκοπό, φορώντας μια απόλυτα λειτουργική μάσκα φιλελεύθερου πλουραλισμού, και στη συνέχεια παίζει σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό αρκετών δεκαετιών “Pax Americana” στη βάση της γενοκτονικής τρομοκρατίας. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των φασιστών είναι ότι υπερασπίζονται τον αντι-ισονομισμό τους σκόπιμα. Το θεμελιώδες χάσμα μεταξύ του Κλασικού Φιλελευθερισμού και του Σύγχρονου Φιλελευθερισμού είναι απλώς η αυξημένη συνειδητοποίηση, δεδομένων των Επαναστάσεων και των Αντεπαναστάσεων του 20ού αιώνα, ότι είναι τακτικά σκόπιμο να φοράει κανείς μάσκα.

Η παρατήρηση ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί πάντα με δύο όψεις (το καθεστώς της μη βίαιης εκμετάλλευσης στον πυρήνα και το καθεστώς της βίαιης απαλλοτρίωσης στην περιφέρεια) είναι το κλειδί για την κατανόηση του πώς, αν και οι σβάστικες μπορεί να είναι απαγορευμένες και κακόγουστες, ολόκληρη η ιστορία της Δύσης μπορεί να περιγραφεί ως βαθιά φασιστική:

Η βαθιά υποκρισία και η εγγενής βαρβαρότητα του αστικού πολιτισμού βρίσκεται απροκάλυπτα μπροστά στα μάτια μας, γυρνώντας από την πατρίδα του, όπου παίρνει αξιοσέβαστες μορφές, στις αποικίες, όπου ξεγυμνώνεται. [60]

Η ανάδειξη του Νίτσε στη θέση του ουρ-φασίστα σημαίνει ότι δεν είναι κάποιος που μπορεί να απορριφθεί αμέσως. Το καθήκον μας ως κομμουνιστές είναι να αποδείξουμε ότι κάνει λάθος.

Συμπέρασμα: Ένα Ιδεολογικό-Χωροταξικό Μοντέλο του Φασισμού

Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα: η μείωση και η ισοπέδωση του Ευρωπαίου ανθρώπου αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο, γιατί η θέα του μας κουράζει. — Δεν βλέπουμε τίποτα σήμερα που να θέλει να μεγαλώσει, υποψιαζόμαστε ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να πηγαίνουν προς τα κάτω, προς τα κάτω, να γίνονται λεπτότερα, πιο καλοπροαίρετα, πιο συνετά, πιο άνετα, πιο μέτρια, πιο αδιάφορα, πιο κινέζικα, πιο χριστιανικά - δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο άνθρωπος γίνεται συνεχώς “καλύτερος”.
 — Friedrich Nietzsche, 1887. [61]

Το μοντέλο του ισόπλευρου τριγώνου, όπου ο φιλελευθερισμός, ο φασισμός και ο σοσιαλισμός αντιπροσωπεύουν από μια διαφορετική κορυφή, είναι λανθασμένο. Ο ισχυρισμός του Rajani Palme Dutt ότι ο φασισμός αντιπροσωπεύει “τον καπιταλισμό σε αποσύνθεση” και “τον επιθανάτιο ρόγχο του αστικού πολιτισμού που πεθαίνει” επίσης μπερδεύει τα πράγματα. [62] Ο φασισμός είναι τόσο συνυφασμένος με τον καπιταλισμό όσο και ο φιλελευθερισμός. Ο φιλελευθερισμός αντιστοιχεί στη λειτουργική πτυχή της εκμετάλλευσης της υπεραξίας στον πυρήνα, ενώ ο φασισμός αντιστοιχεί στη λειτουργική πτυχή της πρωταρχικής συσσώρευσης στα χρονικά και χωροταξικά του όρια.

Μια πολύ απλουστευμένη — αλλά και πάλι χρήσιμη — εκδοχή του “κλιμακωτού” μαρξιστικού μοντέλου ιστορικής ανάπτυξης μοιάζει ως εξής:

  1. Πρωτόγονος κομμουνισμός
  2. Δουλεία
  3. Φεουδαρχία
  4. Καπιταλισμός
  5. Σοσιαλισμός
  6. Κομμουνισμός

Περιγράφοντας τον φασισμό ως τον “επιθανάτιο ρόγχο” του τέταρτου σταδίου συσκοτίζει το γεγονός ότι ήταν παρών από την αρχή. Ο φασισμός είναι απλώς η λειτουργική πτυχή που το άτυχο μέρος του πλανήτη βιώνει τον καπιταλισμό ως έχει. Πρέπει να επεκτείνουμε το μοντέλο σε μια δεύτερη διάσταση για να ενσωματώσουμε αυτή την κατανόηση.

Προτείνω το εξής:

  1. Πρωτόγονος κομμουνισμός
  2. Δουλεία [63]
  3. Φεουδαρχία — Ιδεολογικό εποικοδόμημα για την υπεράσπιση του θεϊκού δικαιώματος (μονοθεϊστικές κληρονομικές διεκδικήσεις γης)
  4. Καπιταλισμός — Ιδεολογικό εποικοδόμημα για την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοφυΐας (επιχειρηματικότητα, φυλετική επιστήμη, θέληση για δύναμη)
    • Απαλλοτριωτική πτυχή: Φασισμός.
    • Εκμεταλλευτική πτυχή: Φιλελευθερισμός.
  5. Σοσιαλισμός — Ιδεολογικό εποικοδόμημα για την υπεράσπιση της μαζικής συνείδησης (Σοβιέτ, δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου, επιστημονικός σοσιαλισμός)
    • Πολλαπλές πτυχές (π.χ. “Σοσιαλισμός με Χ χαρακτηριστικά”)
  6. Κομμουνισμός — Tο ιδεολογικό εποικοδόμημα δεν έχει πλέον κανένα ταξικό ή κρατικό περιεχόμενο.

Αυτό το μοντέλο αντιλαμβάνεται τις δυνάμεις του Άξονα ως αποτυχημένα φασιστικά πειράματα στην οικοδόμηση αυτοκρατοριών και τις αυτοκρατορίες του Βορείου Ατλαντικού ως επιτυχημένες. Ο φασισμός ως κατηγορία παύει να βασίζεται σε μια καρτουνίστικη απεικόνιση των Ναζί ως προειδοποιητική ιστορία μιας πιθανής μελλοντικής δυστοπίας. Αντίθετα, αποτυπώνει το γεγονός ότι η φαύλη απάνθρωπη κτηνωδία είναι συν-συνθετική της βίαιης, λευκής υπεροχής, “ελευθεριάζουσας” δυτικής κοσμοθεωρίας. Όπως το έθεσε ο Jiang Shigong:

Αυτή η ανθεκτικότητα απέναντι στις “προκλήσεις” έγινε το άγριο πνεύμα της “ελευθερίας” που οι Ευρωπαίοι άρχισαν να αγαπούν, και η αντίσταση στην πίεση και η ώθηση για παγκόσμια κυριαρχία αναδείχθηκαν σε κυρίαρχο φιλοσοφικό ήθος. [64]

Αυτό το μοντέλο χαράζει επίσης πιο έντονα τη διάκριση μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών προταγμάτων και απορρίπτει πλήρως την ανιστορική έννοια του “ολοκληρωτισμού”, καθώς και κάθε άλλη διατύπωση που θέτει τον φασισμό ως “τρίτο δρόμο”.

Ο Νίτσε είναι μια σημαντική φιγούρα επειδή δεν περιορίζεται σε καμία από τις δύο λειτουργικές πτυχές του καπιταλισμού και το έργο του έχει τεράστια επιρροή. Έτσι, αναλύοντας τη δημοτικότητά του (“το πραγματικό είναι ορθολογικό”), μπορούμε να εκτιμήσουμε την ιδεολογική απήχηση του φασισμού. Η μεταφυσική και αισθητική υπεράσπιση της δουλείας, μαζί με τις εκκλήσεις του σε ένα καθαρά ευρωπαϊκό πνεύμα, όσο όμορφες και αποτελεσματικές κι αν ήταν για πολλούς, αποκαλύπτουν ότι ο ταλαντούχος αντιδραστικός φιλόσοφος δεν μπορούσε να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δύναμη και απήχηση του επιστημονικού σοσιαλισμού με ορθολογικούς όρους. Αυτή η κατανόηση θα πρέπει να μας δώσει την αυτοπεποίθηση να μην βάλουμε κάτω αυτό που ο Αμίλκαρ Καμπράλ ονόμασε “Το όπλο της θεωρίας”. Ο “Πραγματικά Υπαρκτός Φασισμός”, όσο χυδαίος κι αν θεωρούσε ο Νίτσε τους συμβιβασμούς που έγιναν στην επιδίωξη της “νέας δουλείας” του, θα πρέπει να ηττηθεί όχι μόνο ως πρακτική αλλά και με την πλήρη διάλυση του αντιδραστικού ιδεώδους του.

Μην ακούτε εμένα όμως. Πάρτε το από τον Νίτσε: “Με τη διαλεκτική ο όχλος ανεβαίνει στην κορυφή”.

Κύρια έργα αναφοράς

  • Domenico Losurdo, 2002. Nietzsche, the Aristocratic Rebel.
  • Domenico Losurdo, 2004. Towards a Critique of the Category of Totalitarianism.
  • Domenico Losurdo, 2005. Liberalism: A Counter-History.
  • Domenico Losurdo, 2008. Stalin: The History and Critique of a Black Legend.
  • Ishay Landa, 2018. Fascism and the Masses: The Revolt Against the Last Humans, 1848-1945.
  • Jiang Shigong, 2021. A History of Empire Without Empire.
  • William C. Roberts, 2017. What Was Primitive Accumulation?

Υστερόγραφο: Ένα σύντομο σημείωμα για τον Αναρχισμό

Εφόσον συζητάμε για δισδιάστατα μοντέλα, θα ήταν άκομψο να μην ασχοληθούμε με ένα δημοφιλές δισδιάστατο μοντέλο και τις συνέπειές του: την “πολιτική πυξίδα” δύο αξόνων.

Αυτό το διάγραμμα, δημοφιλές στο διαδίκτυο, οργανώνει τις ιδεολογίες κατά μήκος ενός άξονα “Αριστερά-Δεξιά” και ενός άξονα “Αυταρχικός-Ελευθεριακός”. Ο αναρχισμός, μαζί με μικρο-παραλλαγές όπως ο “αναρχοκομμουνισμός” και ο “ελευθεριακός σοσιαλισμός”, διεκδικεί το τεταρτημόριο “Αριστερός-Ελευθεριακός” και έτσι τοποθετείται ως ένας από τους Τέσσερις Μεγάλους.

Για να αναφέρουμε εν συντομία μερικούς αξιόλογους αναρχικούς θεωρητικούς:

Ο κομμουνισμός του Μαρξ επιδιώκει τεράστιο συγκεντρωτισμό στο κράτος, και όπου αυτός υπάρχει, πρέπει αναπόφευκτα να υπάρχει μια κεντρική κρατική τράπεζα, και όπου υπάρχει μια τέτοια τράπεζα, το παρασιτικό εβραϊκό έθνος, το οποίο κερδοσκοπεί πάνω στη δουλειά του λαού, θα βρίσκει πάντα έναν τρόπο να επικρατήσει. [65]

Το πλήθος, το πνεύμα της μάζας, κυριαρχεί παντού, καταστρέφοντας την ποιότητα. [66]

Ο Νίτσε δεν ήταν κοινωνικός θεωρητικός αλλά ποιητής, επαναστάτης και καινοτόμος. Η αριστοκρατία του δεν προερχόταν ούτε από τη γέννηση ούτε από το πορτοφόλι, αλλά από το πνεύμα. Από αυτή την άποψη ο Νίτσε ήταν αναρχικός και όλοι οι αληθινοί αναρχικοί ήταν αριστοκράτες. [67]

Δεν έχω καμία διαφωνία με τους ελευθεριακούς που προωθούν την έννοια του καπιταλισμού του τύπου που εσείς προωθήσατε. […] Επιτρέψτε μου να σας ξεκαθαρίσω ότι αν ο σοσιαλισμός, που είναι αυτό που ονομάζω αυταρχική εκδοχή του κολεκτιβισμού, αναδυόταν, θα γινόμουν μέλος της [αναρχοκαπιταλιστικής] κοινότητάς σας. Θα μετανάστευα στην κοινότητά σας και θα έκανα ό,τι μπορούσα για να εμποδίσω τους κολεκτιβιστές να περιορίσουν το δικαίωμά μου να λειτουργώ όπως μου αρέσει. [68]

Ο αναρχισμός είναι ένα αδιάφορο ιδεολογικό υποπροϊόν του καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται κυρίως από τη μετατροπή της ασημαντότητας των οπαδών του σε θρησκευτική αρετή. Θεωρώ ότι είναι ένα μικρό αδελφάκι του φιλελευθερισμού και του φασισμού, που μοιράζεται όλες τις ευρω-ατομικιστικές αυταπάτες τους για μεγαλοφυΐα και μεγαλοπρέπεια.

Αυτό είναι το μόνο που θα πω γι’ αυτό σε αυτό το πλαίσιο.


[1] Karl Marx & Friedrich Engels, Manifesto of the Communist Party (1848). [web] 

[2] Steve Lalla, “Marx didn’t invent socialism, nor did he discover it” (December 2020), Monthly Review. [web] 

[3] William C. Roberts, “What Was Primitive Accumulation? Reconstructing the Origin of a Critical Concept” (2017). [web] 

[4] Jiang Shigong, “A History of Empire Without Empire” (2021). [web] 

[5] Jiang Shigong, “A History of Empire Without Empire” (2021). [web] 

[6] Friedrich Engels, “Review of Thomas Carlyle” (1850), Neue Rheinische Zeitung Politisch-ökonomische. [web] 

[7] John Adams, “Humphrey Ploughjogger to the Boston Gazette” (14 October 1765), Founders Online. [web] 

[8] Alexis de Tocqueville, On the penitentiary system in the United States, and its application in France (1833). [web] 

[9] In Jon Schwarz, “As Teddy Roosevelt’s Statue Falls, Let’s Remember How Truly Dark His History Was” (22 June 2020), The Intercept. [web] 

[10] Winston Churchill, “A Midnight Interview” (1902), The Winston Churchill Society. [web] 

[11] Karl Marx, “The Future Results of British Rule in India” (July 1853). [web] 

[12] Karl Marx, Capital, Vol. 1 (1867). [web] 

[13] Friedrich Engels, “A Polish Proclamation” (June 1874). [web] 

[14] Ishay Landa, “Who’s Afraid of the End of History?” (2009). [web] 

[15] Friedrich Nietzsche, The Gay Science (1882). 

[16] Friedrich Nietzsche, The Twilight of the Idols (1888). 

[17] Friedrich Nietzsche, “The Birth of Tragedy,” Ecce Homo (1888). [web] 

[18] Frantz Fanon, The Wretched of the Earth (1961). 

[19] Antonio Gramsci, “The Revolution Against Das Kapital” (1917). [web] 

[20] Domenico Losurdo, War and Revolution: Rethinking the Twentieth Century (2014), Ch. 5, “The Third Reich and the Natives.” 

[21] Adolph Hitler, Mein Kampf (1925), Vol. 2, Ch. 3. 

[22] In H. R. Trevor-Roper, Hitler’s Table Talk, 1941-1944 (1953). [web] 

[23] Heinrich Himmler, Posen Speeches (1943). [web] 

[24] In Andrew Roberts, Churchill: Walking with Destiny (2018), p. cvi [web] 

[25] In Shashi Tharoor, “The Ugly Briton” (29 November 2010), Time Magazine. [web] 

[26] J. V. Stalin, “Anti-Semitism: Reply to an inquiry of the Jewish News Agency in the United States” (January 1931), Marxists Internet Archive. [web] 

[27] J. V. Stalin, “Report to the Seventeenth Party Congress on the Work of the Central Committee of the C.P.S.U. (B.)” (26 January 1934). [web] 

[28] J. V. Stalin, “Interview with Roy Howard” (1 March 1936). [web] 

[29] Winston Churchill, Great Contemporaries (1935). [web] 

[30] Winston Churchill, “Address at the House of Commons, Situation at Bilbao” (14 April 1937), UK Parliament. [web] 

[31] In Tristin Hopper, “The prime minister with a man crush for Hitler: The day Mackenzie King met the Fuhrer” (15 May 2017), The National Post. [web] 

[32] In David McCullough, Truman (1992). 

[33] Nick Holdsworth, “Stalin ‘planned to send a million troops to stop Hitler if Britain and France agreed pact’” (18 October 2008), The Sunday Telegraph. [web] 

[34] Benjamin Franklin, The Autobiography of Benjamin Franklin (1793). [web] 

[35] J. V. Stalin, “Order of the Day on the 24th Anniversary of the Red Army” (23 February 1942). [web] 

[36] Franklin Delano Roosevelt in conversation with Henry Morganthau, 1991. Mostly Morganthau — A Family History. New York: Ticknor and Fields, p. 365. 

[37] Ernest Hemingway, “The Red Army is the Pride of Peace-Loving Peoples: Foreign Figures Salute the Red Army” (1942), Pravda. [web] 

[38] Albert Einstein, “Atomic War or Peace” (1945). [web] 

[39] Gar Alperovitz, “The War Was Won Before Hiroshima — And the Generals Who Dropped the Bomb Knew It” (6 August 2015), The Nation. [web] 

[40] Ένα προηγούμενο προσχέδιο περιέγραφε πολλά από αυτά τα εγκλήματα, αλλά είναι δύσκολο να μην το κάνω χωρίς να επεκταθώ ατελείωτα. Ο σοσιαλισμός εναντίον της CIA είναι, άλλωστε, ουσιαστικά η παγκόσμια ιστορία από τον Παγκόσμιο Αντιφασιστικό Πόλεμο και μετά. Οι περίεργοι αναγνώστες μπορούν να αναζητήσουν έργα όπως The Jakarta Method (2020), Washington Bullets (2020) και NATO’s Secret Armies: Operation Gladio and Terrorism in Western Europe (2004) για να κατανοήσουν την κλίμακα αυτού του σχεδίου. 

[41] Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism (1951). 

[42] Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism (1951). 

[43] Hannah Arendt, “Reflections on Little Rock” (1957). [web] 

[44] George Orwell, “Why I Write” (1946). [web] 

[45] Martin Chilton, “How the CIA brought Animal Farm to the screen” (21 January 2016), The Telegraph. [web] 

[46] In Ben Judah, “Why I’ve Had Enough of George Orwell” (16 July 2019), The Wire. [web] 

[47] George Orwell, “England Your England” (1941). [web] 

[48] George F. Kennan, “Measures Short of War” (1946), American Foreign Service Association. [web] 

[49] George F. Kennan, “Report by the Policy Planning Staff” (25 February 1948), United States Office of the Historian. [web] 

[50] In David Greenberg, “U.S. Cold War Policy Was Designed by a Bigot” (19 April 2014), The New Republic. [web] 

[51] Fidel Castro, “Interview with Jas Gawronski” (1993), La Stampa. [web] 

[52] Friedrich Nietzsche, Beyond Good And Evil (1886). 

[53] Karl Marx & Friedrich Engels, Manifesto of the Communist Party (1848). [web] 

[54] Karl Marx, “Letter from Marx to Engels In Manchester” (27 February 1861). [web] 

[55] Karl Marx and Friedrich Engels, The German Ideology (1845). [web] 

[56] Friedrich Nietzsche, Human, All Too Human (1878). [web] 

[57] Domenico Losurdo, Nietzsche, the Aristocratic Rebel (2002), Section 1.5.6. 

[58] Friedrich Nietzsche, “Richard Wagner in Bayreuth” (1876). [web] 

[59] Christian Thorne, “Marx’s Philosophical Context” (2017). [web] 

[60] Karl Marx, “The Future Results of British Rule in India” (July 1853). [web] 

[61] Friedrich Nietzsche, On the Genealogy of Morals (1887). 

[62] Rajani Palme Dutt, Fascism and Social Revolution (1934). [web] 

[63] Μπορούμε βεβαίως να κάνουμε εικασίες για το πώς να υποστηρίξουμε αυτό το σχήμα- ίσως ο πολυθεϊσμός θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι συσχετίζεται με κάποιο τρόπο με την παραχώρηση στους αφέντες των σκλάβων καθημερινής εξουσίας πάνω στη ζωή και το θάνατο; Η διερεύνηση αυτής της δυνατότητας ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτού του δοκιμίου. 

[64] Jiang Shigong, “A History of Empire Without Empire” (2021). [web] 

[65] Mikhail Bakunin, “Bakunin on Marx and Rothschild” (1871). [web] 

[66] Emma Goldman, “Minorities versus Majorities” (1917). [web] 

[67] Emma Goldman, Living My Life (1931). [web] 

[68] Murray Bookchin, “Interview with Jeff Riggenbach” (October 1979), Reason Magazine. [web]